ΜΗΝΥΜΑ

ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΝΑ ΜΗΝ ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ...ΚΑΠΑΚΩΝΕΙ..ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΑΔΕΙΑΖΕΤΕ ΤΑ.....ΒΑΡΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΣΑΣ!ΚΑΙΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΕΣΑ ΜΑΣ!ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣΤΕ!!!!....
JellyMuffin.com

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

ΠΥΡΙΝΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ 2)ΜΕΡΟΣ


3
Οι δυτικοί μιλούν συχνά γιά τον  «Καλό Θεό». Παρά ταύτα, η Δυτική Ευρώπη και η Αμερική ποτέ δεν πείσθηκαν γιά την ύπαρξη ενός τέτοιου Καλού Θεού. Αντίθετα αποκαλούσαν το Θεό Καλό με τον ίδιο τρόπο που οι Έλληνες αποκαλούσαν  «ευλογία» μια λοιμώδη εξανθηματική αρρώστεια, γιά να την εξορκίσουν και να την αποδιώξουν. Γιά την ίδια αιτία η Μαύρη Θάλασσα αποκλήθηκε Εύξεινος (φιλόξενος) Πόντος, αν και στην πραγματικότητα ήταν μια θάλασσα φοβερή και ύπουλη. Βαθιά μέσα της η δυτική ψυχή αισθανόταν το Θεό σαν κακό κριτή που δεν ξεχνούσε ποτέ ακόμα και την παραμικρότερη προσβολή που του γινόταν από μας με την παράβαση των εντολών του. Αυτή η νομίστικη αντίληψη γιά το Θεό, αυτή η τελείως διεστραμμένη ερμηνεία της δικαιοσύνης του Θεού δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η προβολή των ανθρώπινων παθών στη θεολογία. Ήταν μια επιστροφή στην ειδωλολατρική μέθοδο της ανθρωποποίησης του Θεού και θεοποίησις του ανθρώπου. Οι άνθρωποι οργίζονται και εξαγριώνονται όταν δεν τους παίρνουν στα σοβαρά και αυτό το θεωρούν ταπείνωση που μπορεί να ξεπλύνει μόνο η εκδίκηση, είτε αυτή εκτελείται με έγκλημα είτε με μονομαχία. Αυτή ήταν η κοσμική, εμπαθής ιδέα γιά τη δικαιοσύνη που επικρατούσε στα μυαλά μιας λεγόμενης  «χριστιανικής» κοινωνίας.
Οι χριστιανοί της δύσης έβλεπαν τη δικαιοσύνη του Θεού με τον ίδιο τρόπο^ ο Θεός, η άπειρη Ύπαρξη, προσβλήθηκε άπειρα από την ανυπακοή του Αδάμ. Αποφάσισε ότι η ενοχή της ανυπακοής του Αδάμ πρέπει να περάσει εξίσου και σε όλους τους απογόνους του και ότι όλοι πρέπει να καταδικαστούν σε θάνατο γιά την αμαρτία του Αδάμ, την οποία δε διέπραξαν οι ίδιοι. Η δικαιοσύνη του Θεού λειτουργούσε γιά τους δυτικούς σαν βεντέτα. Όχι μόνο ο άνθρωπος που σε πρόσβαλε αλλά και όλη η οικογένειά του πρέπει να πεθάνει. Και αυτό που ήταν τραγικό γιά τους ανθρώπους, σε σημείο απελπισίας, ήταν ότι κανένας άνθρωπος, ούτε ακόμα και η ανθρωπότητα ολόκληρη, δεν μπορούσε να εξευμενίσει την προσβλημένη αξιοπρέπεια του Θεού, ακόμα και αν θυσιάζονταν όλοι οι άνθρωποι. Η αξιοπρέπεια του Θεού θά μπορούσε να σωθεί μόνο αν μπορούσε να τιμωρήσει κάποιον που είχε την ίδια αξία με Εκείνον. Έτσι, γιά να σωθεί τόσο η αξιοπρέπεια του Θεού όσο και το ανθρώπινο γένος δεν υπήρχε άλλη λύση από την ενσάρκωση του Υιού Του, ώστε να θυσιαστεί ένας άνθρωπος με θεϊκή αξιοπρέπεια γιά να διασώσει την τιμή του Θεού.
4
Η ειδωλολατρική αντίληψη γιά τη δικαιοσύνη του Θεού, που απαιτεί άπειρες θυσίες γιά να εξευμενιστεί, καθιστά το Θεό πραγματικό εχθρό μας και την αιτία όλων των κακοτυχιών μας. Επί πλέον είναι μια δικαιοσύνη που δεν είναι καθόλου δίκαιη αφού τιμωρεί και απαιτεί ικανοποίηση από πρόσωπα που δεν ήταν καθόλου υπεύθυνα γιά την αμαρτία των προγόνων τους. Με άλλα λόγια, εκείνο που οι δυτικοί καλούν δικαιοσύνη έπρεπε μάλλον να καλείται μνησικακία και εκδίκηση του χειρίστου είδους. Ακόμα και η αγάπη και η θυσία του Χριστού χάνουν το νόημά τους και τη λογική τους μ’ αυτή τη σχιζοφρενική ιδέα ενός Θεού που σκοτώνει το Θεό γιά να ικανοποιήσει τη λεγόμενη δικαιοσύνη του Θεού.
Έχει καμιά σχέση η ιδέα αυτή γιά τη δικαιοσύνη με τη δικαιοσύνη που μας αποκάλυψε ο Θεός; Ο όρος  «δικαιοσύνη του Θεού» έχει αυτή τη σημασία στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη;
Ίσως η αρχή γιά την παρερμηνεία της λέξης αυτής στην Αγία Γραφή ήταν η μετάφρασή της στα ελληνικά με την ελληνική λέξη  «δικαιοσύνη». Όχι ότι η ερμηνεία αυτή είναι λαθεμένη, αλλά γιατί η λέξη αυτή, προερχόμενη από τον ειδωλολατρικό, ανθρωπιστικό, ελληνικό πολιτισμό, ήταν φορτισμένη με ανθρώπινες έννοιες που εύκολα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παρερμηνείες.
Πρώτ’ απ’ όλα, η λέξη  «δικαιοσύνη» φέρνει στό νού μια ίση κατανομή, γι’ αυτό και συμβολίζεται με το ζυγό. Οι καλοί ανταμείβονται και οι κακοί τιμωρούνται από την ανθρώπινη κοινωνία με δίκαιο τρόπο. Αυτή είναι ανθρώπινη δικαιοσύνη, αυτή που παρέχεται στα δικαστήρια.
Είναι αυτή, όμως, η σημασία της δικαιοσύνης του Θεού;
Η λέξη  «δικαιοσύνη» είναι μετάφραση της εβραϊκής λέξης tsedaka. Η λέξη αυτή σημαίνει  «η θεία ενέργεια που επιτυγχάνει τη σωτηρία του ανθρώπου». Είναι παράλληλη και σχεδόν συνώνυμη με την άλλη εβραϊκή λέξη  «hesed» που σημαίνει  «έλεος»,  «συμπάθεια»,  «αγάπη» και με τη λέξη  «emeth» που σημαίνει  «πίστη»,  «αλήθεια». Αυτό, όπως βλέπετε, δίνει μια τελείως διαφορετική διάσταση σ’ αυτό που συνήθως αντιλαμβανόμαστε σαν δικαιοσύνη. Μ’ αυτόν τον τρόπο κατανόησε η Εκκλησία τη δικαοσύνη του Θεού. Μ’ αυτόν τον τρόπο δίδαξαν γι’ αυτήν οι πατέρες της Εκκλησίας.  «Πώς θά ονομάσεις το Θεό δίκαιο, γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, όταν διαβάσεις στό εαγγέλιο γιά το μισθό των εργατών; Φίλε, λέει, δε σ’ αδικώ^ θέλω να δώσω και σ’ αυτόν τον έσχατο όσα έδωσα και σε σένα^ αν το δικό σου το μάτι είναι πονηρό, εγώ είμαι αγαθός. Πώς θά ονομάσει κανείς δίκαιο το Θεό, όταν διαβάσει στο ευαγγέλιο γιά τον άσωτο υιό, που σκόρπισε τον πατρικό πλούτο σε ασωτείες, και όταν έδειξε μόνο κατάνυξη, έτρεξε ο πατέρας και έπεσε στον τράχηλό του, και του έδωσε εξουσία πάνω σε όλο του τον πλούτο; Κι αυτά δεν τα είπε κανένας άλλος, ώστε να αμφιβάλλουμε, αλλά ο ίδιος ο υιός Του. Που είναι η δικαιοσύνη του Θεού, αφού ήμαστε αμαρτωλοί και ο Χριστός πέθανε γιά μας;»
Έτσι βλέπουμε ότι ο Θεός δεν είναι δίκαιος με την ανθρώπινη σημασία της λέξης ατής, αλλά ότι η δικαιοσύνη Του σημαίνει την καλοσύνη και αγάπη Του που δε δίνονται με δίκαιο τρόπο, δηλαδή, ο Θεός δίνει πάντα χωρίς να παίρνει τίποτε γιά αντίδοση και δίνει σε πρόσωπα σαν κι εμάς, που δεν είμαστε άξιοι να παίρνουμε. Γι’ αυτό ο άγιος Ισαάκ μας διδάσκει:  «Μη ονομάζεις το Θεό δίκαιο, γιατί η δικαιοσύνη του Θεού δε γνωρίζεται στα έργα σου^ μπορεί ο Δαβίδ να τον ονομάζει δίκαιο και ευθύ, αλλά ο υιός Του, ο Ιησούς Χριστός και σωτήρας μας, μας φανέρωσε ότι είναι μάλλον αγαθός και χρηστός (Λουκ. στ΄ 35). Είναι αγαθός, λέει, πρός τους πονηρούς και ασεβείς ανθρώπους».
5
Ο Θεός είναι καλός, στοργικός και αγαθός πρός εκείνους που παρακούν και τον αγνοούν. Ποτέ δεν ανταποδίδει κακό στό κακό. Ποτέ δεν εκδικείται. Οι τιμωρίες Του είναι μέσα αγάπης γιά διόρθωση, εφόσο κάτι μπορεί να διορθωθεί και θεραπευτεί σ’ αυτή τη ζωή. Ποτέ δεν εκτείνονται στην αιωνιότητα. Τα πάντα δημιούργησε καλά. Τα άγρια θηρία αναγνωρίζουν σαν αφέντη τους το χριστιανό, που με ταπείνωση έχει αποκτήσει το  «καθ’ ομοίωσιν» Θεού. Τον πλησιάζουν όχι με φόβο αλλά με χαρά, με υποταγή αγάπης και ευγνωμοσύνης. Κουνούν τα κεφάλια τους και λείχουν τα χέρια του και τον υπηρετούν με ευγνωμοσύνη. Τα άλογα ζώα γνωρίζουν ότι ο Κύριος και Θεός τους δεν είναι πονηρός και κακός και εκδικητικός, αλλά μάλλον γεμάτος αγάπη. (Βλ. επίσης αγίου Ισαάκ Σύρου, Σωζόμενα Ασκητικά, Αθήνα 1871, σελ. 95-96). Μας προστάτεψε και μας έσωσε όταν πέσαμε. Το αιώνιο κακό δεν έχει καμιά σχέση με το Θεό. Προέρχεται από τη θέληση των ελευθέρων, λογικών πλασμάτων Του, και τη θέληση αυτή ο Θεός τη σέβεται.
Ο θάνατος δε μας επιβλήθηκε από το Θεό. Τον προκαλέσαμε με την ανταρσία μας. Ο Θεός είναι Ζωή και η Ζωή είναι Θεός. Επαναστατήσαμε κατά του Θεού, κλείσαμε τις πόρτες στη ζωοποιό χάρη Του. Γράφει ο άγιος Βασίλειος:  «Όσο απομακρυνόταν από τη ζωή, τόσο πλησίαζε πρός το θάνατο. Γιατί ο Θεός είναι Ζωή, η στέρηση της ζωής είναι θάνατος». Συνεχίζει ο άγιος Βασίλειος:  «Ο Θεός δε δημιούργησε θάνατο, εμείς τον φέραμε πάνω μας. Παρά ταύτα, δεν εμπόδισε καθόλου την αποσύνθεση... γιά να μήν κάνει την αναπηρία μας αθάνατη».
Όπως το λέει ο άγιος Ειρηναίος:  «Χωρισμός από το Θεό είναι θάνατος, χωρισμός από το φώς είναι σκότος... και δεν είναι το φώς που τους προκαλεί την τιμωρία της τυφλότητας».
Θάνατος, λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, είναι κυρίως ο χωρισμός από το Θεό, τον οποίο ακολούθησε αναγκαστικά ο σωματικός θάνατος. Ζωή είναι κυρίως Εκείνος που είπε:  «Εγώ είμαι η Ζωή».
Και γιατί ο θάνατος ήρθε σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος; Γιατί εκείνοι που δεν αμάρτησαν μαζί με τον Αδάμ πέθαναν όπως κι εκείνος; Ορίστε η απάντηση του αγίου Αναστασίου του Σιναϊτου:  «Γίναμε κληρονόμοι της κατάρας του Αδάμ. Δεν τιμωρηθήκαμε σαν νάχαμε παρακούσει τη θεία εκείνη εντολή μαζί με τον Αδάμ. Αλλά επειδή ο Αδάμ έγινε θνητός, μεταβίβασε την αμαρτία στους απογόνους του. Γίναμε θνητοί, αφού γεννηθήκαμε από θνητό».
Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρατηρεί:  «Ο Θεός δεν είπε στον Αδάμ: επίστρεψε εκεί απ’ όπου ελήφθης, αλλά του είπε:  «Γή εί και εις γήν απελεύση». Δεν είπε: εν ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, να πεθάνετε! αλλά  «εν ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θά πεθάνετε». Ούτε και πρόσθεσε μετά,  «επίστρεψε τώρα στη γή», αλλά είπε:  «Θά επιστρέψεις» (απελεύση) προειδοποιώντας τον μ’ αυτόν τον τρόπο, επιτρέποντας δίκαια και όχι εμποδίζοντας εκείνο που θά γίνει».
Βλέπουμε ότι ο θάνατος δεν ήρθε κατά προσταγή του Θεού αλλά σαν συνέπεια της από μέρους του Αδάμ διακοπής των σχέσεών του με την πηγή της Ζωής, που προκάλεσε η παρακοή του. Και ο Θεός με την καλοσύνη Του τον είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό.
 «Το ίδιο το ξύλο της γνώσεως, λέει ο Θεόφιλος Αντιοχείας, ήταν καλό και ο καρπός του ωραίος. Δεν ήταν, όπως νομίζουν μερικοί, το ξύλο που είχε το θάνατο μέσα του, αλλά η παρακοή. Δεν υπήρχε όταν τη χρησιμοποιεί κανείς κατάλληλα». Οι πατέρες μας διδάσκουν ότι η απαγόρευση της γεύσης του δέντρου της γνώσεως δεν ήταν απόλυτη αλλά πρόσκαιρη. Ο Αδάμ ήταν ένα πνευματικό νήπιο. Δεν είναι όλες οι τροφές καλές γιά τα νήπια. Μερικές τροφές μπορούν ακόμα και να τα σκοτώσουν, αν και οι ενήλικες θά τις εύρισκαν θρεπτικές. Ήταν καλό και θρεπτικό. Ήταν όμως στερεή τροφή, ενώ ο Αδάμ μπορούσε να χωνέψει μόνο γάλα.
6
Έτσι, στη γλώσσα της Αγίας Γραφής  «δίκαιος» σημαίνει καλός και στοργικός. Όταν μιλάμε γιά τους δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης δε σημαίνει ότι ήταν καλοί κριτές αλλά ότι ήταν καλοί και φιλόθεοι. Όταν λέμε ότι ο Θεός είναι δίκαιος δεν εννοούμε ότι είναι καλός κριτής, που γνωρίζει να τιμωρεί τους ανθρώπους δίκαια, ανάλογα με τη βαρύτητα των εγκλημάτων τους, αλλ’ αντίθετα, εννοούμε ότι είναι καλός και στοργικός, συγχωρεί όλες τις ανομίες και παρακοές μας και επιθυμεί με κάθε μέσο να μας σώσει και ποτέ δεν ανταποδίδει κακό αντί κακού. Στον πρώτο τόμο της Φιλοκαλίας υπάρχει το εξής θαυμάσιο κείμενο του αγίου Αντωνίου:  «Ο Θεός είναι αγαθός και απαθής και αμετάβλητος. Αν δε κανείς αυτό το θεωρεί εύλογο και αληθές, αλλ’ απορεί πώς ο Θεός χαίρεται μέν γιά τους αγαθούς ενώ αποστρέφεται τους κακούς και πώς οργίζεται εναντίον εκείνων που αμαρτάνουν ενώ γίνεται ίλεως σε κείνους που τον υπηρετούν και τον λατρεύουν, πρέπει να πούμε ότι ο Θεός ούτε χαίρεται ούτε οργίζεται^ γιατί η λύπη και η χαρά είναι πάθη. Ούτε με δώρα θεραπεύεται, γιατί αυτό θά σήμαινε ότι νικιέται με την ηδονή. Δεν πρέπει να κρίνουμε το Θεό με ανθρώπινα μέτρα. Εκείνος είναι αγαθός και ωφελεί μόνο, ποτέ δε βλάπτει, παραμένει πάντα απαθής. Ενώ εμείς εφόσο παραμένουμε αγαθοί, ομοιάζοντες του Θεού, ενωνόμαστε μαζί Του^ κι όταν γινόμαστε κακοί χωριζόμαστε από το Θεό, σαν ανόμοιοί Του. Όταν ζούμε με αρετή ακολουθούμε το Θεό, ενώ όταν γινόμαστε κακοί τον κάνουμε εχθρό μας^ και βέβαια δεν οργίζεται χωρίς λόγο, γιατί τα αμαρτήματα δεν αφήνουν το Θεό να μας φωτίζει εσωτερικά αλλά μας ενώνουν με τους τιμωρούς δαίμονες. Αν δε με προσευχές και ελεημοσύνες κερδίζουμε την άφεση των αμαρτιών μας, δε σημαίνει ότι κολακεύουμε και μεταβάλλουμε το Θεό αλλά ότι με τα καλά μας έργα και την επιστροφή μας σ’ Αυτόν γιατρεύουμε την κακία μας και απολαμβάνουμε πάλι την αγαθότητα του Θεού. ‘Ωστε το να λέμε ότι ο Θεός αποστρέφεται τους κακούς είναι σαν να λέμε ότι ο ήλιος κρύβει το φώς του από τους τυφλούς».
 
7
Ελπίζω να βλέπετε τώρα πώς ο Θεός συκοφαντήθηκε από τη δυτική θεολογία. Ο Αυγουστίνος, ο Άνσελμος, ο Θωμάς Ακινάτος και όλοι οι μαθητές τους συνεισέφεραν σ’ αυτή τη  «θεολογική» συκοφαντία. Και είναι τα θεμέλια της δυτικής θεολογίας, είτε παπικής είτε προτεσταντικής. Οπωσδήποτε οι θεολόγοι αυτοί δεν εκφράζονται ανοιχτά ότι ο Θεός είναι μια κακή και εμπαθής ύπαρξη. Μάλλον θεωρούν το Θεό εγκλωβισμένο από μια υπέρτατη δύναμη, από μια σκοτεινή και αδυσώπητη Ανάγκη, σαν εκείνη που κυβερνούσε τους θεούς των ειδωλολατρών. Η Ανάγκη ατή τον υποχρεώνει να ανταποδίδει κακό αντί κακού και δεν του επιτρέπει να συγχωρήσει και να ξεχάσει το κακό που διαπράχθηκε ενάντια στό θέλημά Του, εκτός αν του προσφερθεί μια άπειρη ικανοποίηση. Εδώ ανοίγουμε το μεγάλο ζήτημα της ειδωλολατρικής ελληνικής επιρροής στό χριστιανισμό.
Η ειδωλολατρική νοοτροπία ήταν η πηγή όλων των αιρέσεων. Στην Ανατολή η επιρροή της ήταν πολύ ισχυρή, γιατί η Ανατολή ήταν το σταυροδρόμι όλων των φιλοσοφικών και θρησκευτικών ρευμάτων. Όπως όμως διαβάζουμε στην Καινή Διαθήκη,  «όπου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις». Έτσι όταν άνθιζαν οι αιρέσεις άνθιζε και η Ορθοδοξία και μολονότι διώκονταν από τους δυνατούς αυτού του κόσμου, πάντα κατέληγε νικηφόρος. Στη Δύση, αντίθετα, η ειδωλολατρική ελληνική νοοτροπία μπήκε σεμνά, χωρίς να πάρει τη χροιά της αίρεσης. Μπήκε με το πλήθος των λατινικών κειμένων του Αυγουστίνου, επισκόπου Ιππώνος. Ο άγιος Ιωάννης Κασσιανός, που ζούσε τότε στη Δύση, αντιλήφθηκε το δηλητήριο που υπήρχε στη διδασκαλία του Αυγουστίνου γράφτηκαν στη λατινική και το περιεχόμενό τους ήταν υπερβολικά εκτεταμένο δεν επέτρεψε τη μελέτη τους από τους άλλους πατέρες της Εκκλησίας και έτσι δεν καταδικάστηκαν στην Ανατολή, όπως καταδικάστηκαν τα βιβλία του Ωριγένη. Το γεγονός αυτό τους επέτρεψε να ασκήσουν αργότερα ισχυρή επιρροή στη δυτική σκέψη και θεολογία. Στη Δύση σιγά - σιγά η γνώση της ελληνικής γλώσσας εξαφανιζόταν και τα κείμενα του Αυγουστίνου ήταν τα μόνα διαθέσιμα σε μια γλώσσα που εκεί ήταν κατανοητή. Έτσι η Δύση δέχτηκε σαν χριστιανική μια διδασκαλία που σε πολλά σημεία της ήταν ειδωλολατρική. Οι καισαροπαπικές εξελίξεις στη Ρώμη δεν επέτρεψαν καμιά υγιά αντίδραση σ’ αυτήν την κατάσταση πραγμάτων και έτσι η Δύση πνίγηκε στην ανθρωπιστική ειδωλολατρική σκέψη που επικρατεί μέχρι σήμερα.
Έτσι έχουμε από τη μια μεριά την Ανατολή που, μιλώντας και γράφοντας ελληνικά, παράμεινε ουσιαστικά ο Νέος Ισραήλ, με ισραηλιτική σκέψη και ιερή παράδοση και από την άλλη μεριά τη Δύση που, έχοντας ξεχάσει την ελληνική γλώσσα και έχοντας αποκοπεί από το ανατολικό κράτος, κληρονόμησε την ειδωλολατρική ελληνική σκέψη και τη νοοτροπία της και σχημάτισε μ’ αυτήν μια νοθευμένη χριστιανική διδασκαλία.
Στην πραγματικότητα, η αντίθεση ανάμεσα στην Ορθοδοξία και τη δυτική χριστιανοσύνη δεν είναι τίποτα άλλο παρά η διαιώνιση της αντίθεσης ανάμεσα στον Ισραήλ και την Ελλάδα.
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε ότι οι πατέρες της Εκκλησίας πίστευαν ότι ήταν πραγματικά πνευματικά τέκνα του Αβραάμ, ότι η Εκκλησία θεωρούσε τον εαυτό της Νέο Ισραήλ και ότι οι ορθόδοξοι λαοί, είτε ήταν Έλληνες, είτε Ρώσοι, Βούλγαροι ή Σέρβοι, Ρουμάνοι κ.λ.π. ήταν σίγουροι ότι ήταν σαν το Ναθαναήλ, πραγματικοί Ισραηλίτες, ο λαός του Θεού. Και ενώ αυτή ήταν η πραγματική συνείδηση της ανατολικής χριστιανοσύνης, η Δύση γινόταν όλο και περισσότερο ένα παιδί της ειδωλολατρικής ανθρωπιστικής Ελλάδας και Ρώμης.
8
Ποιά ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της διαφοράς σκέψης ανάμεσα στον Ισραήλ και την ειδωλολατρεία; Εφιστώ την προσοχή σας σ’ αυτό το πολύ σπουδαίο θέμα.
Ο Ισραήλ πιστεύει στό Θεό.
Η ειδωλολατρεία πιστεύει στη δημιουργία^ δηλαδή στην ειδωλολατρεία η δημιουργία θεοποιείται. Γιά τους ειδωλολάτρες Θεός και δημιουργία είναι ένα και το αυτό πράγμα. Ο Θεός είναι απρόσωπος, προσωποποιημένος σ’ ένα πλήθος θεών.
Ο Ισραήλ (και όταν μιλούσε γιά τον Ισραήλ εννοούμε τον πραγματικό Ισραήλ, τα πνευματικά τέκνα του Αβραάμ, εκείνους που έχουν την πίστη που δόθηκε από το Θεό στον εκλεκτό λαό Του, όχι εκείνους που εγκατέλειψαν αυτή την πίστη. Τα πραγματικά τέκνα του Αβραάμ είναι η Εκκλησία του Χριστού και όχι εκείνοι οι κατά σάρκα απόγονοι, το γένος των Ιουδαίων) γνωρίζει ότι Θεός και δημιουργία είναι δύο ριζικά διαφορετικά είδη ύπαρξης. Ο Θεός είναι αυθύπαρκτος, προσωπικός, αιώνιος, αθάνατος, Ζωή και η Πηγή της ζωής, Ύπαρξη και Πηγή της ύπαρξης. Ο Θεός είναι η μόνη πραγματική ύπαρξη: Ο ‘Ων, ο μόνος ‘Ων. Αυτό είναι το νόημα του άρθρου ‘‘Ο’ ’ .
Η δημιουργία, αντίθετα, δεν είναι αυθύπαρκτη. Εξαρτάται ολοκληρωτικά από τη θέληση του Θεού. Υπάρχει εφόσο ο Θεός θέλει να υπάρχει. Δεν είναι αιώνια. Δεν έχει ύπαρξη. Ήταν μηδέν, ήταν απολύτως τίποτα. Δημιουργήθηκε εκ του μηδενός. Από μόνη της δεν έχει δύναμη ύπαρξης. Διατηρείται στην ύπαρξη με την ενέργεια του Θεού. Αν αυτή η αγαπητική ενέργεια του Θεού σταματήσει κάποτε, η δημιουργία και όλα τα δημιουργήματα, πνευματικά ή υλικά, λογικά ή άλογα θά επιστρέψουν στην ανυπαρξία. Γνωρίζουμε ότι η αγάπη του Θεού γιά τη δημιουργία Του είναι αιώνια. Γνωρίζουμε από Εκείνον ότι δε θά μας αφήσει ποτέ να πέσουμε στην ανυπαρξία, από την οποία μας έφερε στην ύπαρξη. Αυτή είναι η ελπίδα μας και ο Θεός είναι αληθής στις υποσχέσεις Του. Εμείς, τα δημιουργήματα, άγγελοι και άνθρωποι, θά ζήσουμε αιώνια όχι γιατί έχουμε μέσα μας τη δύναμη της αιωνιότητας, αλλά γιατί αυτό είναι το θέλημα του Θεού που μας αγαπά. Αφ’ εαυτού μας είμαστε τίποτα. Δεν έχουμε στη φύση μας ούτε την παραμικρή ενέργεια ζωής και ύπαρξης. Ό,τι έχουμε, έρχεται εξ’ ολοκλήρου από το Θεό, τίποτα δεν είναι δικό μας. Είμαστε βούρκος της γής και όταν το ξεχάσαμε, ο Θεός, με το έλεός Του, επέτρεψε να ξαναγυρίσουμε σ’ αυτό που είμαστε, γιά να παραμείνουμε ταπεινοί και να έχουμε ακριβή επίγνωση της μηδαμινότητάς μας.  «Ο Θεός, λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κάπου αλλού, μπορεί, γιατί μπορεί να καταστρέψει τη δημιουργία, αλλά δε θέλει να το κάνει».
Στό Μέγα Ευχολόγιο (Βιέννη, 1862), ένα βασικό λειτουργικό βιβλίο της Εκκλησίας, διαβάζουμε:
 «Ο Θεός ο μέγας και Ύψιστος, ο μόνος έχων αθανασίαν» (7η ευχή του Εσπερινού, σελ. 15).
 «Ο μόνος φύσει ζωοποιός... μόνε αθάνατε» (Ωδή 5η, Νεκρώσιμος ακολουθία εις λαϊκούς, σελ. 410).
 «Αυτός μόνος υπάρχεις, αθάνατος» (σελ. 411).
 «Ο φύσει υπάρχων τη θεϊκή, αθάνατος μόνος». (Ωδή 1η, Νεκρώσιμος Ακολουθία εις Κοσμικούς Άνδρας, σελ. 471).
Αυτή είναι η πίστη του Ισραήλ.
Ποιά είναι η διδασκαλία της ειδωλολατρείας; Ειδωλολατρεία είναι η συνέπεια της απώλειας της επαφής με το Θεό. Το πλήθος των αμαρτιών της ανθρωπότητας έκαναν τους ανθρώπους ανίκανους να λάβουν το θείο φώς και να έχουν οποιαδήποτε ένωση με το Ζώντα Θεό. Η συνέπεια ήταν να θεωρήσουν σαν κάτι θείο τη δημιουργία, που έβλεπαν καθημερινά μπροστά τους.
Η ειδωλολατρεία θεωρεί τη δημιουργία σαν κάτι το αυθύπαρκτο και αθάνατο, κάτι που πάντα υπήρχε και πάντα θά υπάρχει. Στην ειδωλολατρεία οι θεοί είναι μέρος της δημιουργίας. Δεν τη δημιούργησαν από το μηδέν, απλά και μόνο σχηματοποίησαν την υπάρχουσα ύλη. Η ύλη μπορεί να παίρνει διάφορα σχήματα. Τα σχήματα έρχονται στην ύπαρξη και εξαφανίζονται, αλλά η ύλη η ίδια είναι αιώνια.
Οι άγγελοι, οι δαίμονες και οι ψυχές των ανθρώπων είναι οι πραγματικοί θεοί. Είναι αιώνιοι από τη φύση τους, όπως και η ίδια η ύλη, είναι όμως ψηλότερα από την ύλη. Μπορούν να λαμβάνουν διάφορα υλικά σχήματα σε μια διαδοχική σειρά υλικών υπάρξεων, αλλά παραμένουν ουσιαστικά πνευματικοί.
Έτσι στην ειδωλολατρεία παρατηρούμε δύο βασικά χαρακτηριστικά: 1. Αποδίδονται σ’ ολόκληρη τη δημιουργία τα χαρακτηριστικά της θεότητας, όπως: αιωνιότητα, αθανασία, αυθυπαρξία. 2. Μια διάκριση ανάμεσα στό πνευματικό και το υλικό και έναν ανταγωνισμό ανάμεσα στα δύο, σαν έναν ανταγωνισμό σε κάτι υπέρτερο και κάτι υποδεέστερο.
Η ειδωλολατρεία και ο ανθρωπισμός είναι ένα και το αυτό πράγμα. Στην ειδωλολατρεία ο άνθρωπος είναι θεός, γιατί είναι αιώνιος εκ φύσεως. Γι’ αυτό η ειδωλολατρεία είναι πάντα υπεροπτική. Είναι ναρκισισμός. Είναι αυτολατρεία. Στην Ελλάδα οι θεοί είχαν ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Η ελληνική θρησκεία ήταν η ειδωλολατρική λατρεία του ανθρώπου. Η ψυχή του ανθρώπου θεωρούνταν η αληθινή του ύπαρξη και ήταν αθάνατη εκ φύσεως.
Έτσι βλέπουμε ότι στην ειδωλολατρεία ο διάβολος πέτυχε να δημιουργήσει μια παγκόσμια πίστη, ότι οι άνθρωποι ήταν θεοί και έτσι δε χρειάζονταν το Θεό. Γι’ αυτό η υπερηφάνεια ήταν τόσο μεγάλη στην Ελλάδα και η ταπείνωση κάτι αδιανόητο. Στό έργο του Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης γράφει τα ακόλουθα λόγια:  «Το να μη θίγεται κανείς από προσβολές είναι σημείο χυδαίου και δουλικού ανθρώπου». Ο άνθρωπος που πείθεται από το διάβολο να πιστέψει ότι η ψυχή του είναι αθάνατη εκ φύσεως ποτέ δεν μπορεί να ταπεινωθεί και ποτέ δεν μπορεί να πιστέψει πραγματικά στό Θεό, γιατί δε χρειάζεται το Θεό, όντας ο ίδιος Θεός, όπως η πλάνη του τον κάνει να πιστεύει.
Γι’ αυτό οι πατέρες της Εκκλησίας, κατανοώντας από την αρχή τον κίνδυνο αυτού του ανόητου σφάλματος, προειδοποίησαν τους χριστιανούς γιά το γεγονός ότι, όπως το αναφέρει ο άγιος Ειρηναίος,  «η διδασκαλία πώς η ανθρώπινη ψυχή είναι εκ φύσεως αθάνατη είναι εκ του πονηρού» (Έλεγχος, ΙΙΙ, 20, 1). Την ίδια προειδοποίηση συναντάμε στον άγιο Ιουστίνο (Διάλογος πρός Τρύφωνα, 6, 1-2), στό Θεόφιλο Αντιοχείας (Πρός Αυτόλυκον, 2, 97), στον Τατιανό (Πρός τους Έλληνες, 13) κ.λ.π.
Ο άγιος Ιουστίνος εξηγεί τον πρωταρχικό αθεϊσμό που υπάρχει στην πίστη της φυσικής αιωνιότητας και αθανασίας της ανθρώπινης ψυχής. Γράφει:  «Υπάρχουν μερικοί άλλοι που, νομίζοντας πώς η ψυχή είναι αθάνατη και ασώματη, πιστεύουν ότι αν και έχουν διαπράξει το κακό δε θά τιμωρηθούν (γιατί ό,τι είναι ασώματο δεν έχει και αισθήσεις) και ότι η ψυχή, σαν συνέπεια της αθανασίας της, δε χρειάζεται τίποτα από το Θεό» (Διάλογος πρός Τρύφωνα, 1).
Ειδωλολατρεία είναι άγνοια του αληθινού Θεού, μια πλανεμένη αντίληψη ότι η δημιουργία Του είναι θεία, ότι είναι θεός. Ο θεός αυτός, όμως, που είναι η φύση, είναι απρόσωπος, μια τυφλή δύναμη, πάνω απ’ όλους τους προσωπικούς θεούς και καλείται  «Ανάγκη». Στην πραγματικότητα η Ανάγκη αυτή είναι η προβολή του ανθρώπινου λόγου, σαν μια μαθηματική ανάγκη που κυβερνά τον κόσμο. Είναι μια προβολή του ορθολογισμού πάνω στη φύση. Η ορθολογιστική αυτή Ανάγκη είναι ο αληθινός, υπέρτατος, τυφλός θεός των ειδωλολατρών. Οι ειδωλολάτρες θεοί είναι τμήματα του κόσμου και είναι αθάνατοι λόγω της αθανασίας της φύσης που είναι η ουσία της. Σ’ αυτήν την ειδωλολατρική αντίληψη ο άνθρωπος είναι μόνο η ψυχή του και πιστεύουν ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη από μόνη της, αφού είναι μέρος της ουσίας του σύμπαντος, που θεωρείται αθάνατο και αυθύπαρκτο. Έτσι ο άνθρωπος είναι θεός και μέτρο όλων των πραγμάτων.
Αλλά οι θεοί δεν είναι ελεύθεροι. Κυβερνούνται από την Ανάγκη που είναι απρόσωπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...