ΜΗΝΥΜΑ

ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΝΑ ΜΗΝ ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ...ΚΑΠΑΚΩΝΕΙ..ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΑΔΕΙΑΖΕΤΕ ΤΑ.....ΒΑΡΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΣΑΣ!ΚΑΙΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΕΣΑ ΜΑΣ!ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣΤΕ!!!!....
JellyMuffin.com

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ





Της λέξεως άσκησης ω διεθνούς όρου στην θρησκειολογική επιστήμη γίνεται χρήση σήμερα με την σημασία της καταπνίξεως των φυσικών επιθυμιών και γενικά της ταλαιπωρήσεως, ως μέσου προς επίτευξη υψηλότερων αγαθών θρησκευτικής ή ηθικής φύσεως. Προϋπόθεση της ασκήσεως, οσάκις δεν είναι η δυαρχική περί του κόσμου και της ύλης αντίληψη, ως πραγμάτων φύσει διεφθαρμένων και ως έργων δημιουργού αντιθέτου του δημιουργού της ψυχής και η εκδοχή του σώματος ως δεσμωτηρίου της ψυχής, θα είναι πάντως η γνώμη, ότι η στον κόσμο και στις επιθυμίες αυτού και του σώματος προσήλωση επιπροσθεί στην  τελείωση και γενικά την βελτίωση της ψυχής. Ανάλογα δε προς τις προϋποθέσεις είναι και τα ελατήρια τής ασκήσεως. Τα μέσα της ασκήσεως είναι πολλά και ποικίλα, τ. ε, αποχή από τροφής, από γυναικός και από διαφόρων σωματικών και πνευματικών, απολαύσεων ποικίλες αυτοκακώσεις κλπ. Η ασκητική διάθεση εκφράζεται ενίοτε και διά τίνωνσυμβολικών εθίμων, όπως είναι η κουρά, ορισμένο ένδυμα (μέλαν τραχύ κλπ.), ορισμένη υπόδηση (σανδάλια δυτικών τίνων μοναχών κλπ). Ως γνώρισμα δε απαραίτητο της ασκήσεως δύναται να θεωρηθεί η φυγόκοσμος διάθεση και η αυτοταλαιπωρία.
Ασκήσεως διακρίνουμε πολλά και ποικίλα είδη. Κατά πρώτον αναλόγως του ελατηρίου και της φύσεως αυτής δυνάμεθα να διακρίνουμε την θρησκευτική, τ.ε. την στηριζόμενη επί της αυθεντίας της θρησκείας και των θρησκευτικών ελατηρίων γινομένης (ως η Ινδική και η χριστιανική) και την φιλοσοφική, την στηριζόμενη επί φιλοσοφικής μελέτης του βίου (ως των κυνικών) και την μεικτή, τ. ε. την θρησκευτικοφιλοσοφική, όπως δύνανται να θεωρηθεί η των Πυθαγορείων,Νεοπλατωνικών κλπ.
Δεύτερο από της απόψεως του δια της ασκήσεως επιδιωκόμενου σκοπού διακρίνουμε:
α΄) την λεγομένη καθαρτική άσκηση, η οποία αποσκοπεί την αποτροπή υπερκόσμιου τινός δυνάμεως, ως πονηρής και ακαθάρτου, και εμφανίζεται συνήθως μέσον προπαρασκευής σε μυστήρια συνδεδεμένα μετά καθάρσεων και θεωρείται υπό ορισμένων ως πρωτόγονος·
β΄) την λεγομένη ενθουσιαστική ή εκστατική, η οποία αποσκοπεί την μετ’ υπερκόσμιου τινός δυνάμεως ένωση δια προκλήσεως εκστατικής καταστάσεως (οράματα, ενύπνια), ως παρατηρείται στον βουδισμό και τον βραχμανισμό·
γ΄) την λεγομένη ευεργετική ή θυσιαστική άσκηση, δι’ της οποίας επιδιώκεται η στην θεότητα ευαρέστηση και
δ΄) την λεγομένη αξιομισθική, η οποία εμφανιζόμενη βραδύτερον στην Ιστορία της Θρησκείας, ενέχει αυστηρά ηθικό χαρακτήρα, άτε αποσκοπούσα την εκδήλωση της μετανοίας και την δι’ αυτής επίτευξη της αφέσεως των αμαρτιών, της αγιότητας και μακαριότητας, καταπολεμεί δε συστηματικά όλες τις επιθυμίες των αισθήσεων, όπως βλέπουμε μάλιστα στην Ιστορία του Χριστιανισμού, όπου, ως και στον ιαϊνισμό, παρατηρείται ενίοτε συνδυασμός αξιομισθικής και εκστατικήςασκήσεως (πρβ. και Ησυχαστές του Αγίου Όρους κ.λ.π.).
Άξιον επίσης σημειώσεως είναι ότι η τοιαύτη άσκηση δεν είναι απαραίτητο να σχετίζεται προς την ιδέαν της Θεότητας, και ως παράδειγμα αναφέρουμε τονΙαϊνισμό, ένθα εν τη ασκήσει επιδιώκεται η από της ύλης απελευθέρωση του σώματος, το Νιρβάνα, διά μόνης της ανθρώπινης δυνάμεως, μη λαμβανομένης προ οφθαλμών της θεότητας.
Αναλόγως έπειτα των μέσων τής, ασκήσεως διακρίνονται δύο κύρια είδη, την σωματική και την πνευματική άσκηση· η μεν σωματική έχει αρνητικό χαρακτήρα (εγκράτεια από γυναικός και από τροφής) είτε θετικό (σκληραγωγία, αυτοκάκωση), η δε πνευματική ασκεί την ψυχή, όπως η σωματική το σώμα, προς επίτευξη ορισμένων σκοπών είτε δια σιγής, είτε δια περισυλλογής της διανοίας, είτε δια της αναγνώσεως Ιερών γραφών είτε δια της προσευχής. Επίσης επιδιώκεται της θελήσεως η θραύσης δια τυφλής υποταγής (1) και σε αυτές της παραλόγους αξιώσεις των ανώτερων και δια τελείας ταπεινοφροσύνης. Τοιαύτης ασκήσεως παραδείγματα λαμπρά έχουμε όχι μόνο στον Χριστιανισμό, αλλά και στον βουδισμό και σε διάφορες αιρέσεις αυτού στην Κίνα και την Ιαπωνία.
Αναλόγως δε του κύκλου στον οποίο τελείται η άσκηση διακρίνεται η μεμονομένη ή ατομική ενός έκαστου ατόμου χωριστά) και η ούτως ειπείν κοινωνικήκαι μοναστηριακή (κοινοβιακή κ.λ.π.) άσκηση.
Τέλος αναλόγως του βαθμού της άσκησης δυνάμεθα να διακρίνουμε επίσης διάφορα είδη ασκήσεως, από της άγαν αυστηράς τ. έ. της αποβλεπούσης στην καταστροφή του σώματος, μέχρι της λίαν επιεικούς της επιδιωκούσης μόνον την χαλιναγώγηση των επιθυμιών και την πειθαρχία της βουλήσεως στο πνεύμα.
Ως προς την ηθική αξία της ασκήσεως παρατηρούμε ότι πάσα άσκηση δεν φέρει οίκοθεν ηθικό χαρακτήρα, αλλ’ αυτός, ώσπερ και η ηθική αξία αυτής, προσδιορίζεται υπό του ελατηρίου, υπό του σκοπού και υπό του τρόπου κατά τον οποίο εκτελείται αυτή. Ούτως επόμενο είναι να μειώται η ηθική της ασκήσεως αξία, ένθα δι’ αυτής επιδιώκεται ο εκμηδενισμός της προσωπικότητας, η καταστροφή του σώματος ή αναπτύσσεται ο εγωισμός και η υπεροψία. Ο ασκητισμός συνδέεται στενά με τον μοναχισμό. (βλ. λ.).

2) Η άσκηση σε διάφορα θρησκεύματα

Η Ιστορία της θρησκείας δεν γινώσκει θρήσκευμα, ένθα ν’ απουσιάζει παντελώς το φαινόμενο της ασκήσεως. Και παρ’ αυτούς δε τους πρωτόγονους  παρατηρούνται είδη ασκήσεως και δηλαδή της λεγομένης καθαρτικής και εκστατικής, σε εκείνα τα θρησκεύματα, τα οποία παρέχουν έδαφος ήττον γόνιμο δια την ανάπτυξη της ασκήσεως (παλαιό ελληνικό θρησκ., μωαμεθανισμός κλπ.), αναπτύσσεται ακόμη περισσότερο σε διάφορες αιρέσεις. Εξ απάντων των επιμέρους θρησκευμάτων ήκιστα μεν αναπτύχθηκε ο ασκητισμός στο Αιγυπτιακό, τα σημιτικά, στο περσικό και το παλαιό ρωμαϊκό, τα μάλιστα δε στα Ινδικά και στον Χριστιανισμό.

Στα εθνικά θρησκεύματα
α΄) Παρά τους παλαιούς Σημίτες και Αιγυπτίους:  Τα θρησκεύματα αυτών δεν παρείχαν έδαφος εύθετο στην ανάπτυξη της ασκήσεως, διότι έλειπε ενταύθα  η αναγκαία προς τούτο προϋπόθεση, τ. ε. η δυαρχική περί του κόσμου αντίληψη ή οπωσδήποτε η καταφρόνηση του σώματος και της ύλης γενικά. Μερικά όμως φαινόμενα, όπως στους Βαβυλωνίους και τους Αιγυπτίους εκδοχή της μετά γυναικός συνουσίας ως ταμπού (ιερού πράγματος κλπ.), οι νηστείες, οι μνημονευόμενες παρά τους παλαιούς Αιγυπτίους, Βαβυλωνίους και Ασσυρίους και Άραβες (πρβλ. το προΐσλαμικό ραμαζάν), η περί αμαρτίας ιδέα των Βαβυλωνίων και των Αράβων κ. τ. τ., δεν είναι άμοιρα ασκητικής χροιάς. Ο δε παρά τους Άραβες ήδη κατά την προϊσλαμική εποχή εμφανιζόμενος μοναχισμός (ραχίμπ, σαΐχ, χανίφ) οφείλετο σε αλλότρια και δη χριστιανική επίδραση.

β΄) Παρά τους παλαιούς Πέρσες: Ουδαμώς ευνοϊκότερο προς ευδοκίμηση του ασκητισμού υπήρξε το έδαφος του παρσισμού, την ιερά βίβλο, την Αβέστα, παρά τον δυαρχικό αυτής χαρακτήρα, διαπνέει πνεύμα αντιασκητικό και του αρχηγού του οποίου γνωστή τυγχάνει η προς τα επίγεια εκτίμηση. Η νηστεία και η αυτοκάκωση απαγορεύεται ενταύθα. Χαρακτηριστικό δε της αντιασκητικής του θρησκεύματος τούτου τάσεως είναι ότι ως ποινές δια την παράβαση του  νόμου της Αβέστας επιβάλλονται ενταύθα κοινωφελών έργων εκτελέσεις, όπως η εξόντωση όφεων, μυιών κ.λ.π., η εις αγαθούς άνδρας παροχή των οργάνων Ιερέως, πολεμιστή, καλλιεργητού της γης κ.λ.π.

γ΄) Παρά τοις αρχαίους Έλληνες: Τις αρχές του ασκητισμού δυνάμεθα να παρακολουθήσομε ενταύθα μέχρι του, Ζ΄ π.Χ. αιώνος. Ίχνη δε αυτού ευρίσκονται ήδη στα Ελευσίνια μυστήρια και σε μερικά έθιμα των θεσμοφορίων και της χθονίου λατρείας. Ως παλαιότατοι αντιπρόσωποι του ασκητισμού δύνανται να θεωρηθούν ο Άβαρις και ο Επιμενίδης ο Κρητικός. Ο ελληνικός ασκητισμός άρχεται αναπτυσσόμενος κυρίως στις ορφικές λεγόμενες κοινότητες, τα ίχνη των οποίων από τα μέσα του ΣΤ΄ π. Χ. αιώνος. Η άσκηση εντεύθεν άρχεται θεωρούμενη ως μέσον προς απελευθέρωση της ψυχής από τα δεσμά της σαρκός και του κόσμου των αισθήσεων. Του ορφισμού την επίδραση βρίσκουμε όχι μόνο στον Πυθαγορισμό, του οποίου ο αρχηγός,  ο Πυθαγόρας, ήταν μεμυημένος στα ορφικά μυστήρια και στον ασκητικό βίο (σωφροσύνη, σιγή, αποχή από βρώσεως εμψύχων, απλότης), αλλά και πολύ βραδύτερον στον νεοπυθαγορισμό και τον νεοπλατωνισμό.
Χαρακτηριστικό δε της ορφικής και της πυθαγορείου ασκήσεως γνώρισμα είναι η ηθική αυτής τάση. Την προς την άσκηση ροπή ανευρίσκομε έπειτα ικανά ισχυρή και στον Εμπεδοκλή τον Ακραγαντίνο,  μάλιστα δε παρά τον θείον της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας ιδρυτή, τον Πλάτωνα, όπως βλέπουμε αλλού και δηλαδή και στον Θεαίτητο και τον Φαίδωνα, τους γνωστούς διαλόγους αυτού. Αλλ’ ενώ μέχρι τούδε ο ασκητισμός έχει θρησκευτικό κυρίως χαρακτήρα, βασιζόμενος επί τηςδυαρχικής του κόσμου αντιλήψεως, έρχονται έπειτα οι κυνικοί, των οποίων η άσκηση δύναται να χαρακτηρισθεί ως φύσεως μάλλον ορθολογιστικής και ηθικής, αναπτυχθείσα έτι μάλλον υπό των στωικών. Στον νεοπυθαγορισμό και τον νεοπλατωνισμό  έπειτα, παρά τους οποίους βρίσκουμε ανανεωμένη την δυαρχική του κόσμου εποπτεία, αναφαίνεται πάλι η θρησκευτική άσκηση φέρουσα χροιά ζωηρά μυστικίζουσα. Αμφότερα δε αυτά τα είδη ασκήσεως, η τε μυστικοθρησκευτική και η ηθική, απαντώνται συνδυασμένα στον Ποσειδώνιο.

δ΄) Παρά τους αρχαίους ρωμαίους
Το παλαιό ρωμαϊκό θρήσκευμα δεν παρείχε έδαφος πρόσφορο σε σπουδαία ανάπτυξη του ασκητισμού, το οποίο βραδύτερον εισέβαλε στην Ρώμη και την Δύσιν γενικά από την Ανατολή και δηλαδή από την Ελλάδα (πυθαγόρειοςστωικήκυνική φιλοσοφία, ανατολικές θρησκείες). Αυτή η νηστεία (castus, jejunium) απαντά ενταύθα το πρώτο περί τις αρχές του Β΄ π. Χ. αιώνος, χαρακτηριζόμενη ως graecus ritus. Εν τούτοις και στο θρήσκευμα αυτό δεν λείπουν ίχνη ασκήσεως, τα οποία διακρίνομε στο θεσμό των vestales και σε μερικά έθιμα του ιερατείου (πρβλ. Flamen Jovis κλπ.).

ε΄) Παρά τους Ινδούς
Οι Ινδίες είναι η κλασσική της ασκήσεως χώρα. Ουδαμού δ’ αλλαχού αναπτύχθηκε τόσο πολύ και τόσον συστηματικώς όσον ενταύθα ο ασκητισμός·  Ουδαμού όσο ενταύθα το ασκητικό ιδεώδες υπήρξε και υπάρχει σε τοσαύτη καθολική τιμή, όχι μόνο στο παλιό βεδικό θρήσκευμα αλλά και στο βραχμανισμό και τον  βουδισμόκαι τον ινδουϊσμό, και σε όλα τα επαιτικά μοναχικά τάγματα. Αλλά και σε ουδεμία άλλη χώρα η τέχνη του πόνου και της οδύνης σπουδάσθηκε τόσο πολύ όσον ενταύθα.
1) Στον βουδισμό: Η ενταύθα αναπτυχθείσα άσκηση ομοιάζει από τίνων απόψεων, μάλλον πάσης άλλης Ινδικής ασκήσεως, προς την αρχαία ελληνική και την χριστιανική και έχει χαρακτήρα μάλλον ενεργητικό παρά παθητικό. Αρκεί να ληφθεί προ οφθαλμών, ότι ο Βούδας στην πρώτη του παρά το Μπεναρές ομιλία αξίωσε, ότι βρήκε την μέση οδό προς την Νιρβάνα, δηλαδή την οδό την βαίνουσα εν μέσω των δύο αγενών και ανωφελών ακροτήτων, της υπερβολικής ασκήσεως αφ’ ενός και της προσκολλήσεως στις ηδονές του κόσμου αφ’ ετέρου και ότι ως μέσον προς άρση του πόνου υποδεικνύει ουχί την κάκωση του σώματος, άλλα την ορθή πίστη, την ορθή προσπάθεια, την ορθή ομιλία, την ορθή ενέργεια, την ορθή αυτοπερισυλλογή. Ο αυτός Βούδας, αν και αναγνωρίζει το από θρησκευτικής και ηθικής απόψεως διεφθαρμένο του σώματος, ως και τον εκ των αισθήσεων, ως φορέων βλαβερών εντυπώσεων και πειρασμών, κίνδυνο, ουδέν ήττον όμως αποδίδων και ικανή στο σώμα τιμήν, συνιστά την εν καθαρότητα και υγιεία διατήρηση αυτού.
2) Στον Ινδουϊσμό : Ενταύθα είπερ που αλλαχού η άσκηση εφαρμόζεται ως μέσον προς διαφυγή από του σαμσάρα, τουτέστι του ατέλειωτου κύκλου (τηςμετεμψυχώσεως), εντός του οποίου κινούνται τα επί μέρους όντα και όστις συνεπάγεται την αθλιότητα αυτών. Ο σανσκριτικός όρος προς δήλωση της ασκήσεως είναιταπάς, όπερ σημαίνει κυρίως την πύρωση, τον πόνο, ειδικότερα δε τον εκούσιο πόνο εξ ελατηρίου θρησκευτικού, αφού στις Ινδίες, ει που αλλαχού, ο ασκητισμός διατελεί υπό την επίδραση της Θρησκείας. Πάντες οι άγιοι, μηδέ του υπέρτατου όντος εξαιρουμένου, παρίστανται εδώ ως δι’ ασκήσεως αυστηρής τελειωθέντες (2). Ει που δ’ αλλαχού ισχύει τούτο στον Ινδουισμό, όπου ο Σίβα θεωρείται ως τύπος και ως προστάτης του ασκητισμού. Άξιο δε παρατηρήσεως εδώ, ότι ο ινδικός ασκητισμός προς την θρησκευτική έχει και κοινωνιολογική σημασία, διότι αποτελεί, αν όχι επανάσταση, τουλάχιστον διαμαρτυρία, κατά της τυρρανίας των κοινωνικών τάξεων. Στον ασκητισμό υπερνικάται η τάξης, όπως και κάθε θεσμός του κοινωνικού βίου, ο δε ασκητής βρίσκεται επέκεινα τάξης. Σημειωτέν δ’ ότι σήμερα, εν αντιθέσει με τους παλαιότερους χρόνους, οποιοσδήποτε μπορούσε να γίνει ασκητής. Ότι δε όλα αυτά συντελέσαν εις την αύξηση του ασκητικού βίου, εις την εν κοινή συνείδηση ανύψωση του ασκητικού ιδανικού και εις την επιβολή της δυνάμεως του σανδουϊσμού στην Ινδία είναι ευνόητο. Η γενική ονομασία του Ινδού ασκητή είναι Σανδού(=αγαθός, ευσεβής), συχνή δ’ οπωσδήποτε χρήση γίνεται και της ονομασίας Σαγγυασίν. Η δε λέξις φακίρης, της οποίας γίνεται χρήση πολλάκις εις δήλωση Ινδών ασκητών, είναι κυρίως όρος μωαμεθανικής προελεύσεως.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...