Στην αρχαιότητα το θρησκευτικό και το κοινωνικοοικονομικό πεδίο ήταν αδιαχώριστα. Η σταδιακή απαλλαγή της πρώτης χριστιανικής κοινότητας από το οχληρό και επικίνδυνο βάρος της επιβολής της Βασιλείας του Θεού στη Γη του Ισραήλ έσωσε τη νέα πίστη από μοιραίες περιπέτειες με τη ρωμαϊκή διοίκηση. Οι διώξεις υπήρξαν, αλλά ήταν σποραδικές, χωρίς ιδιαίτερη επιμονή, και άργησαν πάνω από 200 χρόνια να γίνουν, έστω και στα ξεσπάσματα τους, συστηματικές. Έτσι, η νέα θρησκεία προχωρούσε, με αρχή το εύφορο έδαφος των Εβραίων της πολυπληθούς διασποράς. Αργά αλλά σταθερά η επιρροή της μεγάλωνε. Σε καμία περίπτωση δεν αποτέλεσε τη θρησκεία των φτωχών, των σκλάβων και των απόκληρων. Όσο και αν το μήνυμα του Ιησού τους αφορούσε άμεσα, ούτε μπορούσε να φτάσει εύκολα στα δικά τους καταλύματα ούτε η βιοπάλη θα τους επέτρεπε να το εκτιμήσουν. Αντίθετα, ο μέσος όρος των οπαδών της νέας πίστης ήταν άνθρωποι της πόλης, με εισοδήματα και κοινωνική θέση αρκετά υψηλά, που ήταν μάλιστα, πάνω από όλα, ανερχόμενοι. Στη γενική περίπτωση, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας τα ξαδέρφια και τους επιστάτες ευκατάστατων οίκων, που σε μερικές γενιές θα έπαιρναν τον έλεγχο της περιουσίας. Πρόκειται δηλαδή για την ιδανικότερη μαγιά σε κάθε νέο και φιλόδοξο κίνημα. Το ιδιαίτερο στοιχείο του πρώτου χριστιανισμού ήταν η μεγάλη του επιτυχία στις γυναίκες. Με τα μέτρα της εποχής, υπήρξε «φεμινιστικό» κίνημα και έδινε αναβαθμισμένο ρόλο στο μισό πληθυσμό. Ακόμα και στο στενό συγγενικό περιβάλλον των αυτοκρατόρων, υπήρχαν προσήλυτες, και μάλιστα από τις πρώτες κρίσιμες δεκαετίες της εξάπλωσης. Όταν λοιπόν έπρεπε να κινητοποιηθεί το κοινωνικό δίκτυο γνωριμιών για να σωθεί ένας πιστός από δύσκολες περιστάσεις, πάντα υπήρχε μια γυναίκα να πει μια καλή κουβέντα ή να δωροδοκήσει τον κατάλληλο άνθρωπο. Σε μεγαλύτερο όμως εξελικτικό πλεονέκτημα της νέας πίστης αναδείχθηκε η αλληλοβοήθεια. Στους δύσκολους εκείνους καιρούς όποιος έπεφτε θύμα των συχνών επιδημιών ή άλλων άτυχων περιστατικών έμενε συνήθως μόνος. Όλοι το έβαζαν στα πόδια, ειδικά στα αστικά κέντρα, που οι δεσμοί της φυλής και της οικογένειας είχαν χαλαρώσει. Αντίθετα, η συλλογική ηθική του χριστιανισμού είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα σε όλες τις μεγάλες κρίσεις και ειδικά στα ξεσπάσματα επιδημιών. Καθώς φρόντιζαν τους αρρώστους, οι κοινότητες των πιστών είχαν ασυνήθιστα μικρά ποσοστά θνησιμότητας. Για τους ειδωλολάτρες, το φαινόμενο αυτό συνηγορούσε ανοιχτά στην παντοδυναμία του Θεού των χριστιανών. Η νέα θρησκεία υπήρξε λοιπόν το αντίδοτο στο μεγάλο χάος, στην αβεβαιότητα, στη σκληρότητα και στις καταστροφές (σεισμούς, λιμούς, καταποντισμούς) μιας κοσμοπολίτικης ελληνορωμαϊκής πόλης. Χήρες και ορφανά βρίσκονταν στους πέντε δρόμους, εθνικά και πολιτικά μίση μάστιζαν τη Γη, μυστήριες και υστερικές δοξασίες ζάλιζαν τα μυαλά και αλληλοαναιρούνταν, η άγρια παγκοσμιοποίηση κάλπαζε, μόνο το στρατό υπολόγιζαν οι ισχυροί, ενώ ο κυνισμός και το μέχρι αηδίας κυνήγι της άμεσης ικανοποίησης είχε κουράσει τους ανθρώπους. Τίποτε καλύτερο λοιπόν από ένα σοβαρό και νοικοκυρεμένο δίκτυο αλληλεγγύης, που υπόσχεται έναν ωραιότερο άλλο κόσμο (και όχι τις σκιές του ’δη) αλλά και τελική δικαιοσύνη για όλους. Ειδικά όταν χωρίζει για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα το εφικτό και μετρημένο κοινωνικό αίτημα από το μπελαλίδικο πολιτικό: Δεν ζητά την απελευθέρωση των σκλάβων ούτε προσδοκά την πτώση των ισχυρών. Ο Καίσαρας έχει το ελεύθερο επί της Γης, αφού ο Θεός δεν ζει πλέον στο Ναό του Σολομώντα, αλλά μετακόμισε βολικότατα στους ουρανούς. Φυσικά, η τελική επικράτηση του χριστιανισμού έρχεται με τον Κωνσταντίνο. Τότε οι πιστοί δεν έφταναν πολύ πάνω από το 5% του συνολικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Δεν ήταν όμως μικρό πράγμα να προσηλυτίσεις ένα θριαμβευτή Ρωμαίο στρατηλάτη. Αμέσως μετά τα δημόσια αξιώματα και οι υπηρεσίες γέμισαν από χριστιανούς και θεωρούνταν τιμή να μοιράζεσαι τις ίδιες θρησκευτικές προτιμήσεις με τον αυτοκράτορα. Ακόμα και οι βάρβαροι επιδρομείς θα θαμπωθούν και δεν θα ασχοληθούν βέβαια με λεπτομέρειες (αν, ας πούμε, ήταν ανέκαθεν ο χριστιανισμός η κυρίαρχη ρωμαϊκή θρησκεία): Οι φοβεροί αυτοί Ρωμαίοι που (προς το παρόν) μας νικούν σε όλες τις μάχες και επιπλέον ζουν και μέσα στη χλιδή, πρέπει να προστατεύονται από πολύ ισχυρό Θεό. Σίγουρα είναι πολύ δυνατότερος από αυτούς τους άχρηστους τους δικούς μας. Ας αλλαξοπιστήσουμε παλικάρια, μπας και δούμε και εμείς άσπρη μέρα.
Ο Κωνσταντίνος άνοιξε το δρόμο για την οριστική επικράτηση του χριστιανισμού. Παλαιότερα του απέδιδαν ιδιοτελή κίνητρα, αλλά περιέργως οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν τη μετά στροφή του ειλικρινή
Είχε ο Ιησούς αδέφια;
Σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, είχε τέσσερις αδερφούς (μικρότερους) και αδιευκρίνιστο αριθμό από αδερφές. Μεταγενέστερα, η Εκκλησία προέκτεινε το δόγμα της άμωμης σύλληψης του Ιησού (που υποστηρίζεται από τις Γραφές) και επέμεινε πεισματικά και για τη διαρκή παρθενία της Μαρίας. Αυτό βέβαια, όπως καταλαβαίνετε, δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα συνέπειας. Οι εξηγήσεις των Πατέρων μοιάζουν πολύ δικολαβίστικες και ελάχιστα πειστικές. Τότε ήταν όλοι αδέρφια, λέει η Εκκλησία (ναι, αλλά μόνο τους τέσσερις συγκεκριμένους αποκαλεί έτσι η Καινή Διαθήκη και τους αναφέρει μόνο σε εδάφια για την οικογένεια του Κυρίου). Στα αραμάίκά η λέξη «αδερφός» σημαίνει και ξάδερφος, επανέρχεται η Εκκλησία (ναι, αλλά τα Ευαγγέλια γράφτηκαν στα ελληνικά, όπου υπήρχε από τότε σε χρήση ξεχωριστή λέξη για οποιαδήποτε συγγένεια δευτέρου βαθμού, «ανεψιός»). Όπως και να χει, ο γνωστότερος από τα αδέρφια του ήταν ο Ιάκωβος ο «Δίκαιος» - που είχε μαζί με τον Πέτρο και τον Παύλο την ισχυρότερη επιρροή στις πρώτες δεκαετίες της νέας πίστης. Για τον ίδιο όμως σίγουρα δεν επρόκειτο για καμία «νέα» πίστη: Ήταν ευσεβέστατος συντηρητικός Εβραίος, με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει η φήμη ότι τα γόνατα του είχαν γίνει σαν της καμήλας (από τη γονυκλισία). Ο Ιησούς όσο ζούσε δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με τους δικούς του: Δίδασκε, άλλωστε, ότι μόνο όποιος εγκατέλειπε την οικογένεια του θα ακολουθούσε τις ουράνιες επιταγές. Ίσως και να ήταν δυσαρεστημένος, επειδή οι δικοί του τον αντιμετώπιζαν σαν τρελό και επιχειρούσαν ενίοτε να διακόψουν τη δράση του και να τον φέρουν στα λογικά του.
Ο αδερφός του Ιησού, ο Ιάκωβος ο δίκαιος, είχε κεντρική θέση στην πρώτη χριστιανική κοινότητα. Τις επόμενες όεκαετίες όμως, πουτο διαζύγιο με τον ιουδαϊσμό προχώρησε, η μορφή του πέρασε σε δεύτερο πλάνο.
Από πού τα έβγαλα όλα αυτά;
Βασικές πηγές είναι οι επτά γνήσιες από τις επιστολές του Παύλου (από το 50 μ.Χ. και μετά) και οι Πράξεις των Αποστόλων, που έγραψε ο ευαγγελιστής Λουκάς γύρω στο 85 μ.Χ. Όπου διαφωνούν όμως, προτιμήσαμε τον Παύλο ως αρχαιότερο. Σημαντικά στοιχεία για την εποχή βρίσκουμε και στον Τάκιτο και τον Φλάβιο Ιώσσηπο (με προσοχή στον τελευταίο, γιατί υπάρχουν μεταγενέστερες αλλοιώσεις στο εδάφιο για τον Ιησού). Σημαντική βοήθεια αποτελούν επίσης τα τελευταία πορίσματα της βιβλικής αρχαιολογίας, αλλά και τα Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας, ντοκουμέντα μιας άλλης (αυστηρότερης) ιουδαϊκής φράξιας - της ίδιας όμως εποχής. Τέλος, υπάρχει η συμβολή της κοινωνιολογικής έρευνας: Η δυναμική και τα μαθηματικά που χαρακτηρίζουν τη χωροχρονική εξάπλωση κάθε νέας θρησκείας ή σέχτας είναι εύλογο να εφαρμοστούν και στην περίπτωση του χριστιανισμού. Για πιο μασημένη γνώση προτείνουμε: τα βιβλία του Τζον Ντομινίκ Κρόσαν, του Γουέιν Μικς, του Ρόντνεϊ Σταρκ, του Μάρτιν Χένγκελ, του Έρικ Σίγκαλ, του Γκέζα Βέρμες, του Ε. Π. Σάντερς, του Ν. Τ. Ράιτ, του Όσκαρ Σκάρσουν, τη συλλογή Early Christian World του Φίλιπ Έσλερ, το θρυλικό The History of the Jewish people in the times of Jesus Christ του Εμίλ Σούρερ και τα Δοκίμια στις ρίζες του χριστιανισμού του δικού μας Σάββα Αγουρίδη.
Το δεύτερο και τρίτο μέρος στο DISCOVERY & SCIENCE Φεβρουαρίου 2006
Πηγή: Ηρακλής Μπογδάνος, Περιοδικό Discovery Science, Φεβρουάριος 2006, http://www.discoveryscience.gr/data/pdf/issue9a.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου