Η αρνητικότατη στάση των αρχαίων Ελλήνων διανοητών απέναντι στον κόσμο της μαγείας είναι απόλυτα φυσιολογική. Ο ορθολογισμός της κλασικής αρχαιότητας δεν μπορούσε να συμβαδίζει με πρωτόγονες πρακτικές. Τα φυσικά φαινόμενα δεν θεωρούνταν θεϊκές εκδηλώσεις, οι αρρώστιες και τα δεινά των ανθρώπων δεν οφείλονταν στην εκδικητικότητα των θεών. Η θεώρηση του κόσμου μέσα από το πρίσμα της λογικής και η προσπάθεια καθιέρωσης μιας ηθικής, θεμελιωμένης σε ανθρώπινες αρχές, δεν θα μπορούσαν ποτέ να συνυπάρξουν με τα μάγια και τα ξόρκια, στα οποία όμως κατέφευγαν μαζικά οι απλοί, αμόρφωτοι άνθρωποι.
Βασικό χαρακτηριστικό της μαγείας, ανεξάρτητα από περιοχή, γλώσσα ή λαό, είναι η προσφυγή σ’ αυτήν των φτωχών και των απόκληρων της κοινωνίας, καθώς επίσης και των γυναικών, εκείνου του τμήματος του πληθυσμού που ζούσε στην αφάνεια, περιορι σμένο στις οικιακές ενασχολήσεις, αποκλεισμένο από την πολιτική και την κοινωνική ζωή.
Ειδικά στην περίπτωση της αρχαίας Ελλάδας, η αρχαία ελληνική πόλη, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την αρχαία Αθήνα, όσο και αν εξιδανικεύθηκε ως πρότυπο πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ήταν μια κοινωνία θεμελιωμένη στους αποκλεισμούς. Αποκλεισμό των γυναικών, των μετοίκων, των δούλων, αποκλεισμό ακόμη και των εφήβων. Σύμφωνα με έρευνες, στην Αθήνα, το 432 π.Χ. στις παραμονές του Πελοποννησιακού Πολέμου, σε ένα σύνολο πληθυσμού της τάξης των 120-150 χιλιάδων ατόμων, οι ελεύθεροι πολίτες ήταν μόλις 25 με 30 χιλιάδες, ουσιαστικά μια προνομιούχος μειοψηφία, η οποία είχε αναλάβει αποκλειστικά τον έλεγχο των κρατικών υποθέσεων.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η μαγεία αποτελούσε το καταφύγιο των άλλων, των πολλών, εκείνης της σιωπηλής πλειοψηφίας, που δεν είχε πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Δεν είναι τυχαίο, που στα μεγάλα έργα της αρχαίας ελληνικής ποίησης, στον Όμηρο και στους τραγικούς, δεν απαντώνται μάγοι αλλά μάγισσες, η Κίρκη, η Καλυψώ, η Μήδεια. Αποκλεισμένες ακόμη και από την επίσημη θρησκεία, αφού στην αρχαία ελληνική πόλη οι θρησκευτικές τελετές ήταν κοινωνικές εκδηλώσεις, τελούμενες σχεδόν αποκλειστικά από άνδρες, οι γυναίκες κατέφευγαν στη μαγεία, ο κόσμος της οποίας ήταν η κοινωνία αντεστραμμένη, αφού στον κόσμο αυτό κυβερνούσαν οι γυναίκες, αυτές ακριβώς που δεν διέθεταν πολιτικά δικαιώματα στην κοινωνία της πόλης.
Εκτός από τις γυναίκες, στο περιθώριο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής βρίσκονταν και δύο άλλες κατηγορίες του πληθυσμού, οι μέτοικοι, οι ξένοι δηλαδή που ζούσαν στην Αθήνα, και οι δούλοι. Προερχόμενοι συχνά από την Ανατολή, πολλοί μέτοικοι ήταν εξοικειωμένοι με τις απόκρυφες λατρείες, οπότε τα μάγια και τα ξόρκια αποτελούσαν γι’ αυτούς ένα μέσο για την οικονομική τους επιβίωση. Περισσότερο όμως από όλους, τη μαγεία χρησιμοποιούσαν οι δούλοι. Άνθρωποι χωρίς το παραμικρό πολιτικό και κοινωνικό δικαίωμα, οι δούλοι βρίσκονταν κυριολεκτικά στο έλεος του αφέντη τους. Η προσφυγή στις επικλήσεις δαιμόνων και θεοτήτων ήταν γι’ αυτούς τους απόκληρους της κοινωνίας ένας τρόπος να αντιμετωπίσουν τις τραγικές συχνά συνθήκες της ζωής τους.
Ξόρκια του έρωτα, τα οποία αποσκοπούν να εμπνεύσουν τον έρωτα κάποιου προσώπου γι’ αυτόν που κάνει το ξόρκι, επικλήσεις για την αντιμετώπιση κάποιας αρρώστιας αλλά και ξόρκια του μίσους με κατάρες ακόμη και για τον θάνατο ενός εχθρού είναι τα κείμενα που αναγράφονται στους παπύρους και στις πινακίδες, ενώ στους εγχάρακτους λίθους οι επιγραφές συνοδεύονται από συμβολικές παραστάσεις, εξαιρετικά δυσνόητες μερικές φορές ως προς το πραγματικό τους νόημα.
Μερικά παραδείγματα μιλούν από μόνα τους για τα ακραία μερικές φορές συναισθήματα έρωτα, πάθους, αγωνίας και μίσους που αποπνέουν τα κείμενα των μαγικών παπύρων και πινακίδων. Σ’ έναν ελληνικό πάπυρο που βρέθηκε στην πόλη Χαουάραχ της Αιγύπτου καταγράφεται ένα ξόρκι με τον σαφή στόχο να προκαλέσει σε κάποιον Ευτυχή, γιο της Ζωσίμης, έρωτα για μια γυναίκα της οποίας το όνομα δεν διαβάζεται. «Όπως ο Τυφώνας είναι εχθρός του Ήλιου, έτσι να καεί και η ψυχή του Ευτυχούς, γιου της Ζωσίμης, από έρωτα για την... κόρη της... Διούς. Ο Αβράσαξ να κάψει την καρδιά και την ψυχή του Ευτυχούς, από έρωτα γι’ αυτόν, τον Ευτυχή, τον γιο της Ζωσίμης, αμέσως, γρήγορα, γρήγορα, αυτή τη στιγμή, σήμερα κιόλας. Ο Αδωνάι να κάψει την ψυχή του Ευτυχούς, καθώς και την καρδιά του, από έρωτα για την..., την κόρη της..., αμέσως, γρήγορα, αυτή τη στιγμή, σήμερα κιόλας». Η αναφορά ξένων θεοτήτων και δαιμόνων σε ένα ελληνικό κείμενο είναι χαρακτηριστική για τις επιδράσεις από την Ανατολή στα ελληνικά μαγικά κείμενα, ενώ η αδέξια και ακατέργαστη γλώσσα, γεμάτη στερεότυπες εκφράσεις αποδεικνύει ότι ο μάγος, στον οποίο απευθύνθηκε η ερωτευμένη γυναίκα, δεν ήταν καθόλου μορφωμένος.
Μαγικό φυλακτό ελληνορωμαϊκής εποχής με εγχάρακτη παράσταση της αιγυπτιακής θεάς Ίσιδος (Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 405, άρθρο «Μάγοι και Μαγεία στην αρχαία Ελλάδα», Τζίνα Καλυβιώτου, σελ. 77)
Από τα ξόρκια του μίσους, τα πιο συνηθισμένα ήταν αυτά που αποσκοπούσαν να χωρίσουν ανήθικα ή παράνομα ζευγάρια. Στην κατηγορία αυτή ανήκει μια πινακίδα που βρέθηκε μαζί με 12 άλλες, στην Κνίδο της Καρίας και χρονολογούνται ανάμεσα στο 300 και το 100 π.Χ. Σε μία από αυτές, μια γυναίκα που ονομάζεται Προσόδιος θέλει να επισύρει την οργή της Δήμητρας, της Κόρης και των θεών που τις συνοδεύουν, εναντίον της αντιζήλου που της έκλεψε τον άνδρα, ενώ είχαν αποκτήσει μαζί πολλά παιδιά. «Η Δήμητρα, η Κόρη και οι θεοί που τις συνοδεύουν να φανούν δυσμενείς προς τη γυναίκα που έκλεψε τον άνδρα της Προσοδίου, τον Νάκωνα, από τα παιδιά τους, αλλά οι θείοι νόμοι να ευνοούν κάθε φορά την Προσόδιο και τα παιδιά της».
Σε αυτές τις κατάρες μίσους, οι απειλές του θανάτου αφθονούν, ενώ συχνά η φαντασία του συντάκτη αποδεικνύεται ιδιαίτερα άγρια, όπως συμβαίνει στην περίπτωση μιας ελληνικής επιγραφής που βρέθηκε χαραγμένη σε ένα μολυβένιο έλασμα στην Τεμπέσα της Αλγερίας και χρονολογείται πιθανότατα στον 1ο αιώνα π.Χ. Ο συντάκτης της κατάρας πρέπει να είναι άνδρας, έξαλλος, γιατί απατήθηκε, ή γυναίκα που τη θερίζει η ζήλια, γιατί ο σύζυγος ή ο εραστής της την εγκατέλειψε για κάποια άλλη. «Δένω τη Σατουρνίνα, θα δέσω στο πνεύμα της ένα πικρό κακό, τη δένω μαζί με τους απογόνους της. Να μη γνωρίσει παρά πίκρα και φρίκη, ως τη μέρα που η Σατουρνίνα θα φθάσει στα έσχατα όρια του θανάτου. Καταποντίζω τη Σατουρνίνα στην τρέλα, από αυτή τη στιγμή, τώρα, την κόβω κομμάτια ολόκληρη για την αιωνιότητα, γρήγορα, γρήγορα».
Στα κείμενα αυτά, η γλώσσα είναι άτεχνη και ακατέργαστη, τόσο ξένη προς τα θαυμαστά επίπεδα εκλεπτυσμένης τελειότητας της ελληνικής γλώσσας που γνωρίζουμε από τα έργα των μεγάλων κλασικών. Η ποιότητα της γλώσσας είναι τόσο κακή, ώστε αβίαστα συνάγεται το συμπέρασμα πως οι συντάκτες των κειμένων προέρχονταν από περιβάλλον χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και ανήκαν στα στρώματα των σκλάβων, των φτωχών βιοτεχνών και των μικρεμπόρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα κείμενα των πινακίδων απαντώνται συχνά οι λέξεις καπηλείον (μαγαζί) και εργαστήριον. Στις περιπτώσεις αυτές, συχνά η κατάρα είχε ως στόχο την εργασία κάποιου ανταγωνιστή.
Καμία σχέση φυσικά με την αρμονία και τη μουσικότητα της γλώσσας στα έργα των μεγάλων τραγικών, με την εκπληκτική ακρίβεια και λιτότητα του Θουκυδίδη, με την περίτεχνη τελειότητα των ρητορικών κειμένων. Στα μαγικά κείμενα της αρχαιότητας μπορεί να μην υπάρχει η υφολογική τελειότητα των μεγάλων κλασικών, υπάρχει όμως πάθος, ένταση και αυθορμητισμός. Είναι η γλώσσα των ανθρώπων του λαού, τη ζωή, τα ενδιαφέροντα και τις ανησυχίες των οποίων δεν μπορούμε να καταλάβουμε, μελετώντας τα ψηφίσματα και τις συνθήκες.
Γι’ αυτούς τους φτωχούς και τους απόκληρους της κοινωνίας, τα μάγια, τα ξόρκια και οι επικλήσεις σε θεούς και δαίμονες που αυτοί είχαν επιλέξει, ήταν μια διέξοδος από τα βάσανα και τις αγωνίες της καθημερινής ζωής, ενώ αποκαλύπτουν μια άλλη Ελλάδα που δεν πρόκειται κανείς να ανακαλύψει, μελετώντας αποκλειστικά τα συγγράμματα των μεγάλων κλασικών.
Βιβλιογραφία
Αντρέ Μπερνάρ: Έλληνες μάγοι.
Οι θρησκείες, Παγκόσμια Μυθολογία (Εκδοτική Αθηνών).
Πηγή: Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 405, άρθρο «Μάγοι και Μαγεία στην αρχαία Ελλάδα», Τζίνα Καλυβιώτου, σσ. 68 - 77
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου