ΜΗΝΥΜΑ

ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΝΑ ΜΗΝ ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ...ΚΑΠΑΚΩΝΕΙ..ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΑΔΕΙΑΖΕΤΕ ΤΑ.....ΒΑΡΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΣΑΣ!ΚΑΙΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΕΣΑ ΜΑΣ!ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣΤΕ!!!!....
JellyMuffin.com

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ



Η ευσέβεια της Καινής Διαθήκης δεν είναι μυστικισμός, επειδή η περί σχέσεως μεταξύ θεού και κόσμου διδασκαλία αυτής ουδέ κοινό έχει προς τον μυστικισμό. Ο κόσμος και η Ιστορία δεν θεωρούνται ως το κακό και αντίθετο προς τον θεό, ως διδάσκει ο διαρχικός μυστικισμός· ούτε ως σύμβολο η εμφάνιση του θεού ως του μόνου όντως Όντος, ως θέλει ο πανθεΐζων μυστικισμός. Ο θεός θεωρείται ουχί στην υπερβατική αυτού ουσία, αλλ’ στην εν τον κόσμο και χάρη του κόσμου ενεργεία αυτού. Η ενέργεια δε αυτή αυτού δεν εκλαμβάνεται ως η αιωνία ανάπτυξη του κόσμου κατά νόμους σίδηρους και αμετάβλητους, αλλ’ ως συγκεκριμένη ενέργεια του προσωπικού θεού, εκδηλωμένη ως βούληση και ως λόγος αυτού προς τον άνθρωπο. Ο τελευταίος δε αυτός πάλι δεν απαιτείται, όπως δι’ ασκήσεως και θεωρίας ή δια εκστάσεως γένηται κοινωνός της θείας ουσίας, αλλ’ όπως δια της βουλήσεως και των έργων του τελειοποίηση ηθικώς εαυτό. Τέλος η απολύτρωση αυτού είναι, κατά την διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, Ιστορική πράξη του θεού, την οποίαν ο άνθρωπος προσοικειώνεται δια της πίστεως και των έργων. Παρά ταύτα υφίστανται στοιχεία μυστικισμού στα ιερά βιβλία ή τουλάχιστον χρησιμοποιείται η γλώσσα του μυστικισμού προς έκφραση θρησκευτικών αληθειών αναφερομένων στην σχέση κυρίως θεού και ανθρώπου ή ανθρώπου και Λυτρωτή, ως λ.χ. υπό του Παύλου και του Ιωάννου. Εντεύθεν εξηγείται το γεγονός ότι ο εν τη χριστιανική εκκλησία αναπτυχθείς μυστικισμός ανάγει την καταγωγή αυτού στην Καινή Διαθήκη, παρά δε του Παύλου και του Ιωάννου δανείζεται την γλώσσα, στην οποία μιλάει.
Την σειρά των μυστικιστών ανοίγει ήδη Ιγνάτιος ο Αντιοχείας, τελών υπό την επίδραση της μυστικοπαθούς γλώσσα του ευαγγελιστή Ιωάννη. Η περαιτέρω εξέλιξη του μυστικισμού συνδέεται προς τα ονόματα Κλήμεντας του Αλεξανδρέως και του Ωριγένη οι οποίοι αμφότεροι αντιπροσωπεύουν μυστική Θεολογία, φέρουσα εμφανή τα ίχνη της επιδράσεως του ελληνικού μυστικισμού. Εκ των έπειτα ιδίας μνείας άξιος είναι Γρηγόριος ο Νύσσης, ο οποίος πλούτισε τον θησαυρό της μυστικής γλώσσας και πρώτος χαρακτήρισε το μυστικόν βίωμα ως απόλαυση θεού, και Μακάριος ο Μέγας, του οποίου οι ιδέες περί αιχμαλωσίας της ψυχής και περί αυτής ως θρόνου της θείας μεγαλειότητας, φέρουν εμφανώς μυστικόν χαρακτήρα. Εκ του Ε΄  αιώνα αναφέρουμε Νείλο τον Σιναΐτη και Ησύχιο των Ιεροσολύμων, ο οποίος έγινε γνωστός και επέδρασε επί των έπειτα δια της αναλύσεως και της περιγραφής του εσωτερικού βίου της ψυχής. Στον Στ΄ αιώνα ανήκει ο συγγραφεύς των υπό το όνομα Διονυσίου του Αρεοπαγίτου φερομένων μυστικών συγγραμμάτων, ο κυρίως πατήρ της χριστιανικής μυστικής θεολογίας, εξαρτώμενος μεγάλως εκ του νεοπλατωνικού μυστικισμού και μέγιστη άσκησε ροπή επί της έπειτα εξελίξεως τόσον της τελετουργικής όσον και της φιλοσοφικής μυστικοπάθειας. Στον κολοφώνα αυτής καταντά ο μυστικισμός της Ανατολής δια Ισαάκ του εκ Νινευΐ, ακμάσαντος κατά τον Ζ΄ αιώνα. Εκ των έπειτα χρόνων άξιοι μνείας είναι Μάξιμος ο Ομολογητής, Φιλόθεος ο Σιναΐτης, Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Νικόλαος Καβάσιλας, μετά τους οποίους ακολουθεί ολόκληρος σειρά άλλων, των οποίων τα συγγράμματα περιελήφθηκαν στην «Φιλοκαλίαν», χρηστομάθεια του μυστικισμού, συναρμολογηθείσα υπό Νικόδημου του Αθωνίτη, ασκητή και μυστικού. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του παλαιοχριστιανικού και βυζαντιακού τούτου μυστικισμού είναι η στο Ιστορικόν πρόσωπο του Ιησού συγκέντρωση αυτού, ο χριστοκεντρικός χαρακτήρας, ο οποίος είναι συγχρόνως υπερβατικός. Ο χαρακτήρας δε ούτος εκδηλώνεται τόσον στον τελετουργικό μυστικισμό της ανατολικής εκκλησίας, όσον και στον καθαρά προσωπικό. Εκείνος περιστρέφεται περί την θεία δόξα και την λαμπρότητα του ενανθρωπήσαντος Λόγου, ως αυτή εμφανίζεται σε εμάς στην ενανθρώπηση αυτή, στο πάθος, το θάνατο και τη ανάσταση του Κυρίου. Αυτός ως κύριο αυτού περιεχόμενο έχει την έξαρση του εσωτερικού κόσμου μέχρι του Λυτρωτή. Δι’ αυτής, επιστεφόμενης υπό της θείας χάριτος, ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε καθαρό πνεύμα, ζει ήδη την ζωή του άλλου κόσμου, το πνεύμα του θείου ζει εν αυτώ. Το αυτό ισχύει και ως προς τον μυστικισμό της ρωσικής εκκλησίας, όστις το μεν εξηγείται εκ των προϋποθέσεων της χριστιανικής ανατολής καθόλου, το δε εξαρτάται εκ ξένων επιδράσεων. Γνωστή είναι ενταύθα η κίνηση των λεγομένων Ανθρώπων του Θεού και των Λευκών Περιστερών, ονομαστοί δε μυστικοί θεολόγοι έγιναν και άλλοι πολλοί και οι Σκοβορόδα, Νόβικωφ, Λάψιν, Σοροβγιώβ, όστις εξαρτάται τόσον εκ του Σκώτου Ερίγενα, όσον και από του νεοπλατωνισμού απ’ ευθείας, ο φιλόσοφος Σομγιακώβ, ο επεξεργαστής της ανώτερης μνημονεθείσας «Φιλοκαλίας» Θεοφάνης και ο Τύχων, του οποίου την φυσιογνωμία είχε προ οφθαλμών ο Δοστογιέφσκη κατά την περιγραφή του Ζωσιμά στο έργο του «Οι αδελφοί Καραμάζωβ».
Στην Δυτική Εκκλησία την απαρχή του μεσαιωνικού μυστικισμού ποιείται ο Σκώτος Ερίγενα, ο οποίος μετά του Αυγουστίνου είναι ο εισηγητής της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας στην Εκκλησία. Ούγος ο εξ Αγίου Βίκτορας διασώζει τις θεμελιώδεις αρχές της φιλοσοφίας αυτής στους έπειτα αιώνες, αν και τονίζει συγχρόνως το αναγκαίο της εις αυτήν προπαρασκευής δια των μέσων της Εκκλησίας. Σε αντιθέσει προς αυτόν απαιτεί Βερνάρδος ο εκ Κλαιρβώ την συγκέντρωση περί το Ιστορικόν πρόσωπο του Ιησού, του οποίου τα πάθη διεγείρουν τον πόνο επί τη αμαρτία και προκαλούν το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης και της αγάπης. Χαρακτηριστική δια τον μυστικισμό αυτού είναι η παρομοίωση του Χριστού προς νυμφίο, προς τον όποιον έρχεται εις σχέση η ψυχή ως νύμφη. Εκ του συνδυασμού των Ιδεών του Βερνάρδου προς τον μυστικισμό του Ούγου γεννήθηκε ο ιταλικός μυστικισμός, κύριος εκπρόσωπος του οποίου είναι, πλην άλλων, ο Βοναβεντούρας. Αντιθέτως ο γερμανικός μυστικισμός εμφανίζεται ως επεξεργασία και περαιτέρω ανάπτυξη του παλαιοτέρου μυστικισμού, ως βλέπουμε λ. χ. εκ του Έκκαρτ. Κατά τον περίφημο τούτον μυστικόν η από των πραγμάτων απομάκρυνση, η επιστροφή στην ψυχή, η απαλλαγή αφ’ ημών αυτών, οδηγεί σε ένωση μετά του θεού. Η γέννηση αυτού στα μυχαιότατα της ψυχής αποτελεί τον σκοπό της ιστορίας της σωτηρίας και το νόημα του Χριστιανισμού. Τις ιδέες αυτές απλοποίησε ο Τάουλερ, ο συμπαθής κήρυκας προσωπικού Χριστιανισμού. Εκ του Έκκαρτ συγχρόνως και εκ του Βερνάρδου εξαρτάται ο μυστικισμός του Σούσωνος, ο οποίος συνδυάζει σκληρά άσκηση προς ενθουσιαστική αγάπη προς τον θείον νυμφίο, ασκώντας ισχυρά ροπή επί των γυναικείων ταγμάτων. Τον ολλανδικό μυστικισμό απασχόλησαν μάλλον οι όροι και οι προϋποθέσεις της μυστικής εποπτείας της θεότητας, ως συμβαίνει λ. χ. περί το πολυθρύλητο έργο του Θωμά του εκ Κέμπης «De imitatione Christi». Εντελώς νέο είναι εν αυτώ η μέθοδος της ασκήσεως της βουλήσεως, η οποία οδηγεί στον ησυχαστικό μυστικισμό. Σαφέστερα εκφαίνεται αυτή στη «Γερμανική Θεολογία». Κατά την στο βιβλίο αυτό περιεχομένη διδασκαλία, ο θεός λαμβάνει συνείδηση εαυτού και της προς εαυτόν αγάπης αυτού δια της δημιουργίας. Δια τούτο οφείλει ο άνθρωπος να αφήνει να ενεργεί σε αυτόν ακωλύτως ο θεός και να καθίσταται όργανο αυτού άνευ ιδίας βουλήσεως και αυτοτέλειας.
Παρά τον μυστικισμό τούτον, ο οποίος ζει στην εκκλησία και αναγνωρίζει το κύρος και την σημασία των υπ’ αυτής διδασκομένων μέσων προς σωτηρία, ακμάζουν και άλλες μορφές μυστικισμού. Έτσι οι υπό το όνομα «Ελεύθερα πνεύματα» γνωστοί μυστικιστές απορρίπτουν τον νόμο και την εκκλησιαστική τάξη, απαλλάσσουν εαυτούς από της υποχρεώσεως των μυστηρίων, θεωρούν εαυτούς ανώτερους των άλλων Χριστιανών και πιστεύουν ότι είναι κοινωνοί θείας γνώσεως. Τούτοι είναι οι οπαδοί του Αμαλρίχου, οι του Βεγάρδεν, οι Αλομβράδος στην Ισπανία.  Η ησυχαστική μυστικοπάθεια της Ολλανδίας διαμορφώθηκε και διαδόθηκε στην Ισπανία δια της Θηρεσίας του Ιησού προ πάντων, η οποία στα διάφορά της έργα περιγράφει τις τέσσερις βαθμίδες οι οποίες οδηγούν στον θεό. Η πρώτη συνίσταται εις την προσευχή της συγκεντρώσεως, την δεύτερη αποτελεί η προσευχή της ησυχίας, στην τρίτη φτάνει κανείς δια της προσευχής της συνενώσεως, κατά την οποία η βούληση και ο νους είναι ενωμένα μετά του θεού, η δε τελευταία καλείται προσευχή της εκστάσεως και είναι η λεγομένη Unio mystica. Στην Θηρεσία αυτή αποβλέπει ο Φραγκίσκος ντέ Σάλες ως προς το πρότυπο και υπόδειγμα αυτού, ακριβώς όπως οι μεταγενέστεροι Ισπανοί μυστικιστές. Η βούληση είναι κατ’ αυτόν ο φυσικός μονάρχης στην ψυχή του ανθρώπου και ο ηγεμών του ψυχικού βίου. Την χριστιανική τελειότητα ευρίσκει στην τελειοποιήσει της βουλήσεως αυτής δια της προς τον θεό αγάπης, την οποίαν διακρίνει σε παθητική και σε ενεργητική. Την νέα αυτή μυστικοπάθεια εισάγει η μαθήτρια αυτού Σαντάλ στο απ’ εκείνου ονομασθέν και υπ’ αυτής Ιδρυθέν τάγμα. Ο ησυχαστικός αυτός μυστικισμός περιέκλεισε σε εαυτό κινδύνους, τους οποίους ενωρίς διείδαν οι Ιησουΐτες και οι οποίοι κατέστησαν μάλλον εμφανείς δια της διδασκαλίας και της έναντι των εξωτερικών τύπων της Εκκλησίας διαγωγής του Ισπανού Μολίνου, όστις τα πάντα ανάγει στην θεία βούληση, ρέπει προς ανεξαρτησία από της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και δεν αποδίδει πολλή σημασία στην αμαρτία. η καταδίκη αυτού αποτελεί προηγούμενο, δυνάμει του οποίου καταπολεμείται και η προς το όνομα της κυρίας de Guyon και του Φενελώνος συνδεόμενη ησυχαστική κίνηση του γαλλικού μυστικισμού, ο οποίος δίδασκε τον αφανισμό της βουλήσεως του ανθρώπου εντός της θείας βουλήσεως, την πλήρη εγκατάλειψη της ανθρώπινης βουλήσεως στα χέρια του θεού.
Ο μυστικισμός της διαμαρτυρόμενης Εκκλησίας διακρίνεται σε δύο περιόδους, εκ των οποίων η μεν πρώτη τροφοδοτείται εκ του παρελθόντος και στην οποία διακρίνεται ο Βαλεντίνος Βάιγκελ δια της συναρμολογήσεως των παραδεδομένων εις σαφές και απαρτισμένο σύστημα, η δε δευτέρα άρχεται δια του Ιακώβ Μπαίμε (βλ. λ.) και της δημιουργικής αυτού διανοήσεως. Ο μυστικισμός αυτού παρέμεινε ξένος προς την Εκκλησία, επί δε της γερμανικής ευσέβειας επέδρασε, αφού πρότερα διαδόθηκε στην Ολλανδία και στην Αγγλία και αφού ο λουθηρανισμός διαποτίσηκε υπό των μυστικοπαθών ιδεών του ευσεβισμού. Την επίδραση αυτή απαντούμε προ πάντων παρά τον Γ. Αρνόλδ, ως πρότερο παρά τον Αγγ. Σιλεσία, ο οποίος πάλι επιδρά επί του Τερστέγε, του στην καλβινική Εκκλησία ανήκοντος ποιητή. Μεταξύ των ευσεβιστών διακρίνονται ως μυστικιστές η Ελεονώρα Πέτερσεν και ο Τσίντσεντορφ. Είναι εν πάση περιπτώσει παράδοξο ότι παρά την εξάπλωση του ευσεβισμού η θεολογία παρέμεινε, γενικώς ειπείν, ξένη προς τον μυστικισμό επί πολύ χρόνο. Μόλις δια του Σλαϊερμάχερ και του γερμανικού Ιδανισμού αναλαμβάνεται πάλι στην θεολογία. Έκτοτε αποτελεί ένα των βασικών στοιχείων αυτής, ως αποδεικνύουν ονόματα όπως τα του Ε. Τράιλτς, Ρ. Όττο, Π. Τίλλιχ και άλλα.
Η κατά του υλισμού και της φυσιοκρατίας αντίδραση κατά τα τελευταία έτη εκδηλώνεται και δια του πόθου προς εσωτερικότητα και προς ψυχική εμβάθυνση. Ο πόθος αυτός δημιουργεί τροπή προς τον ρομαντισμό, τον συμβολισμό και τον μυστικισμό, στην γενικότατη σημασία της λέξεως, εννοείται. Το εκ της αντιδράσεως αυτής γεννηθέν ρεύμα ευνοείται ήδη στα δράματα του γέροντος Ίψεν, όπου υποσημαίνονται όχι μόνον μυστηριώδη βάθη της ψυχής, άλλα και το μυστήριο της ζωής, όπερ ενυπάρχει στο βάθος των όντων. Παραπλήσιο τι παρατηρείται και στα έργα του Χάουπτμανν, ο οποίος μεταχειρίζεται συμβολικά την θρησκευτική παράδοση και ποθεί την τρίτη κατάσταση, το τρίτον βασίλειο, ως ο Ίψεν. Παρά το Χόφμαννσταλ και τον Μαίτερλιγκ συντελείται η μετάσταση από του αισθητού στο υπεραισθητό και επανασυνδέεται συνειδητώς η προς τον παλαιό μυστικισμό σχέση, ως και παρά τον Στ. Γεώργε και τον Μόμπερτ. Δεύτερον τι μυστικοπαθές ρεύμα πηγάζει εκ του πανθεϊστικούμονισμού και οδηγεί εις μυστικιστική λατρεία της φύσεως, ως λ. χ. βλέπουμε παρά τον Βρούνω Βίλλκ και τον Ιουλίω Χάρτ, τον Thoreau και τον Trine.
Τρίτη τις κίνηση οδηγεί στην αναβίωση του παλαιού μυστικισμού δια της συλλογής και της επανεκδόσεως των έργων των μυστικιστών των διαφόρων εποχών από του Πλωτίνου μέχρι των μοναχών του μεσαίωνα και των νεότερων χρόνων. Πραγματικά νέο μυστικισμό δημιουργεί ο Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε. Ο θεός, μετά του οποίου αισθάνεται ηνωμένη την ψυχή του, δεν είναι ούτε το υπερούσιο εν των παλαιών ούτε η δια των φυσικών νόμων αποκαλυπτόμενη ψυχή του σύμπαντος, αλλ’ η βαθειά και σκοτεινή και ανεξιχνίαστη ζωή, ο «Σιωπηλός», η εναλλασσόμενη μορφή, η οποία ανακύπτει μονήρης από την περιοχή της Μοίρας. Ο μυστικισμός του Ρίλκε άσκησε ισχυρή επίδραση επί του εξπρεσσιονισμού τόσο στην ποίηση όσο και στην γλυπτική και την ζωγραφική. Αλλά κάποια μορφή μυστικισμού είναι η θεοσοφία της Μπέζαντ και η ανθρωποσοφία του Στάινε, εις την οποία προσέδωσε τελευταία χαρακτήρα χριστιανικό ο Ρίττελμαϋερ. Όσο αφορά τέλος την θεολογία, έλαβε αυτή ισχυρή ώθηση προς τον μυστικισμό δια του Ρ. Όττο, ο οποίος υπό την επίδραση του Σλαϊερμάχερ και του Φρείς κατέδειξε στο περίφημο καταστατικό έργο του την άρρηκτη σχέση του μυστικισμού προς την θρησκευτικότητα. Άνδρες της επιστήμης και άνδρες της πράξεως αντλούν πάλι σήμερον εκ του μυστικισμού τόσον μεταξύ των καθολικών όσον και μεταξύ των διαμαρτυρομένων θεολόγων. Η σπουδαιότητα και το πλήθος των σχετικών δημοσιευμάτων μαρτυρούν περί του βάθους και της εκτάσεως της κινήσεως αυτής.
Ο μυστικισμός είναι καθολικό φαινόμενο στην ιστορία της θρησκείας, το όποιον αίρει κατ’ ουσία την μεταξύ θεού και ανθρώπου σχέση. Στις ανώτατες βαθμίδες αυτής τουλάχιστον εξαφανίζεται η μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου διάκριση. Θεός και άνθρωπος, άνθρωπος και κόσμος συγχωνεύονται και ενοποιούνται. Το φαινόμενο τούτο είναι, ως είπαμε, καθολικό, απαντών σε όλους τους χρόνους και παρ’ όλους τους λαούς. Καθαρό και εν πλήρη σαφήνεια βρίσκουμε αυτό παρά τοις Σουφί(τες). Παρ’ αυτούς κυρίως διαλύεται το ανθρώπινο Εγώ, χεόμενο στον μεγάλο ωκεανό της θεότητας. Η μακαριότητα αυτή ανέκφραστος· διά τούτο ο άγων περί την έκφραση, το ψέλλισμα, η παραδοξότητα της φράσεως, άπερ χαρακτηρίζουν τον πραγματικό μυστικιστή. Οι ψυχολογικές προϋποθέσεις της συγχωνεύσεως αυτής θεού και ανθρώπου, της άρσεως της μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου διαφοράς, ανέρχονται μέχρι της πρώτης ηλικίας της ανθρωπότητας. Ο πρωτογενής δεν έχει συνείδηση της διαφοράς εκείνης, άλλα γνωρίζει τα αντικείμενα, μετέχων ψυχικώς αυτών και γενόμενος αυτός ο ίδιος μέρος αυτών. Γνώση ίσα δύναται δι’ αυτόν προς την ύπαρξη· γινώσκειν σημαίνει Είναι. Τούτο είναι η βάση και η αφορμή της μυστικής γνωσιολογίας, η οποία είναι η αυτή παρά τους Ινδούς και παρά τους νεότερους, παρά τον Γκαίτε και τον Πλωτίνο. Είναι αισθητική συμπάθεια, συνταύτισης προς το αντικείμενο. Ενταύθα ο μυστικισμός έχει κοινά γνωρίσματα προς μέγα μέρος της επιστήμης, την κυρίως θρησκεία και την τέχνη. Μόνον ότι εξάγει μετά μείζονος ακολουθίας τα εντεύθεν συμπεράσματα. Ούτω έναντι του Ενός και Παντός δεν υπάρχει δι’ αυτήν θέση, ούτε δια την ηθική, ούτε δια την αισθητική, ούτε δια την θρησκευτική κρίση, επειδή αυτές προϋποθέτουν την διαρχία και την διάκριση, το αντικείμενο παρά το κρίνον ή γινώσκον υποκείμενο. Στον αφανισμό τούτον του τε Εγώ και των όντων καταντά ο μυστικισμός το μεν δι’ ιδίων μεθοδικών μέσων, το δε δι’ εκστάσεων, δια δύο τρόπων, οι οποίες συνδέονται στενά προς αλλήλους και μεταβαίνουν σε αλλήλους. Χορός, οίνος, μουσική, συγκέντρωση, πνευματικές και άλλες ασκήσεις προπαρασκευάζουν έτσι την κατάσταση της εκστάσεως. Κατ’ αυτήν καταλαμβάνεται ο άνθρωπος υπό του συναισθήματος της ψυχικής ευρύνσεως, τα στενά όρια, τα οποία πίεζαν αυτόν, καταπίπτουν και η προσωπικότητα εξαφανίζεται. Σε κατάσταση ημιεγρήγορσης, στην οποίαν περιπίπτει, γεύεται την μακαριότητα της ενώσεως μετά του θεού, μετά του Ενός και Παντός. Κατά τις στιγμές αυτές είναι πράγματι σταγόνες χανόμενες στον ωκεανό ή σπινθήρες επιστρέφοντες στο αιώνιο φως της θεότητας. Φαντασίες και γλώσσα σιγούν κατά τις στιγμές αυτές, εικόνες και παρομοιώσεις γίνονται αισθητές ως προσβολή κατά της θείας μεγαλειότητας.Praetermittantur simulacra nostra. Ως καλύτερος τρόπος προς έκφραση της μυστικής μακαριότητας παραμένει η σιωπή. Αλλ’ η μακάρια αυτή έκσταση δεν διαρκεί επί πολύ. Ομοιάζει προς την πτήση του Ίκαρου, εν τούτο δε έγκειται η τραγικότητα του μυστικισμού. Διότι πειράται να γευθεί κατά πρόληψη της μακαριότητας εκείνης, η οποία δεν είναι παρά μόνον αντικείμενο της απέραντου νοσταλγίας των ανθρωπίνων γενεών. Η διάλυση της προσωπικότητας στον Θεό, ο αφανισμός του υποκειμένου αποτελεί τον σκοπό του μυστικιστή. Τύπος αυτού είναι η χρυσαλίδα, η οποία ποθεί το φως και καταστρέφει εαυτήν στο φως, ίνα μεταχειρισθώ μεν την εικόνα του μυστικού Γκαίτε. Η οδός προς τον μακάριο τούτο αφανισμό οδηγεί μέχρις αυτού δια πολλών βαθμίδων. Λέγονται Θεία επαφή, έκλαμψης, έξαρσης, θεία ένωσης, ησυχία, ύπνος, δ’ άνευ ονείρου ύπνος. Η κλίμακα αυτή προσκτάται στον Διονύσιο τον Αεροπαγίτη κοσμική σημασία, επειδή η προς τον θεό ανάγουσα οδός συμφωνεί κατά πάσας αυτής τις βαθμίδες προς την κάθοδο της θεύτητας αυτής επί της γης. Είναι αυτονόητο ότι προς τον μυστικισμό αντιτίθενται όλες αυτές οι ροπές, οι οποίες εξαίρουν το ιδιάζον και το προσωπικό, αποφεύγουν την συγχώνευση και την ταύτιση. Εντεύθεν εξηγείται το γεγονός, ότι οι γνήσιοι μυστικιστές όλων των αιώνων αισθάνονται την ιστορική θρησκεία ως κώλυμα, το οποίο δέον να υπερνικηθεί. Έτσι ο Χριστός αποβαίνει στον χριστιανικό μυστικισμό απλό σύμβολο της μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου άρσεως, της άρσεως του μεταξύ θεού και ανθρώπου χωρισμού, και ως σημείο της συντελεσθείσας μυστικής ενώσεως. Ο μυστικισμός -λέει ο van Leeuw- αποτελεί και δια τον θέλοντα να παραμείνει ξένος προς αυτόν διαρκή υπόμνηση του μη δεκτικού λόγου, όπερ ενυπάρχει στο πρόσωπο του θεού και όπερ μόνον στα ψελλίσματα της βαθιάς ευλάβειας καθίσταται οπωσδήποτε προσιτό στην ανθρώπινη ψυχή, όταν η ακτίνα του θείου φωτός εισδύσει στην από παντός αισθητού ελευθερωθείσα φύση του ανθρώπου.

Βιβλιογραφία
01. Mechlis, Die Mystik in der Fulle ihrer Erscheinungsformen, 1926.
02. Jaspers, Psychologie der Weltamchauungen, β΄ εκδ, 1922.
03. Leisegang, Denkformen, 1928.
04. Lehman, Mystik, 1908.
05. Clemen, Die Mystik nach Wesen, Entwicklung und Bedeutung, 1923.
06. Heiler, Die Bedeutung der Mystik fur die Weltreligionen, 1919.
07. Baek, Ursprung und Anfange der judischen Mystik, 1927.
08. Weber, Christusmystik, 1924.
09. Scweitzer, Die Mystik des Apostels Paulus, 1930.
10. Bousset, Kyrios Christos, β΄ έκδ., 1921.
11. Arseniew, Die Kirche des Morgenlandes, 1926.
12. Butler, Western Mysticism.
13. Berrhart, Die philosophische Mystik des Mittelalters, 1922.
14. Schwarr, Ueber neue Mystik, β΄ έκδ., 1922.
15. Knevels, Brucken zum Ewigen., ζ΄ έκδ., 1929.
16. Bremond, Mysticisme et Poesie, 1927.

Πηγή: Ν. Ι. Λούβαρης, Καθηγητής της Εισαγωγής και Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιζ΄, σσ. 899 - 903  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...