ΜΗΝΥΜΑ

ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΝΑ ΜΗΝ ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ...ΚΑΠΑΚΩΝΕΙ..ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΑΔΕΙΑΖΕΤΕ ΤΑ.....ΒΑΡΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΣΑΣ!ΚΑΙΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΕΣΑ ΜΑΣ!ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣΤΕ!!!!....
JellyMuffin.com

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΗ ΑΜΑΡΤΙΑ





Α΄) Προπατορική αμαρτία. -Ο κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού πεπλασμένος άνθρωπος ήταν προορισμένος εκ της καταστάσεως της αθωότητας να αναχθεί σε υψηλοτέρα τελειότητα· του σκοπού όμως τούτου έπρεπε να επιτύχει ελευθέρως, διότι έτσι η τελειότητα θα ήταν πλήρης. Προς τούτο δόθηκε από τον Θεό στους πρωτόπλαστους η εντολή να μην τρώνε από τον καρπό του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού «3 ἀπὸ δὲ τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ, οὐ δὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε» (Γεν. Γ΄, 3)Δια της εντολής αυτής έπρεπε ο άνθρωπος να γνωρίσει το δυνατό της αμαρτίας, χωρίς όμως να πραγματοποιήσει αυτήν. Η πρώτη διέργεση προς πτώση από τον Θεό επήλθε δια του όφη, τον οποίο μεταχειρίσθηκε ο διάβολος ως όργανο αυτού «1 Ο δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός, οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου...» (Γεν. Γ΄, 1 ε.). Μετά την παράβαση εγείρεται η συνείδηση των πρωτοπλάστων, η οποία εκφαίνεται ως αισχύνη και φόβος «7 καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα...» (Γεν. Γ΄,7 ε.) και επέρχεται υπό του Θεού η τιμωρία «14 καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ὄφει· ὅτι ἐποίησας τοῦτο, ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· ἐπὶ τῷ στήθει σου καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ καὶ γῆν φαγῇ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου» (Γεν. Γ΄,14 ε.).
Της βιβλικής διηγήσεως περί της πτώσεως των πρωτοπλάστων (Γεν. Γ΄) υπάρχουν διάφορες εκδοχές:
1) Η αυστηρά Ιστορική. Οι δεχόμενοι αυτήν ερμηνεύουν κατά γράμμα την περί της πτώσεως των πρωτοπλάστων διήγηση της αγίας Γραφής ή μεταχειρίζονται κάποια ελαφρά αλληγορία μη αίρουσαν την ιστορικότητα της διηγήσεως αυτής. Στην τάξη αυτή ανήκουν ο Τερτυλλιανός, ο Βασίλειος, ο Χρυσόστομος, ο Αυγουστίνος, οι πλείστοι των πατέρων της εκκλησίας, των σχολαστικών και των λουθηρανών δογματικών.
2) Η αλληγορική. Οι δεχόμενοι αυτήν ερμηνεύουν δι’ ακράτου αλληγορίας την περί της πτώσεως των πρωτοπλάστων διήγηση της αγίας Γραφής, εκλαμβάνοντας ταύτη ως συμβολική. Όντως ο Ωριγένης δέχεται ότι η διήγηση της αγίας Γραφής (Γεν. Γ΄) είναι εικόνα τις τούτου, όπερ και νυν συμβαίνει εις τον ελεύθερο άνθρωπο που αμαρτάνει. Την γνώμη αυτήν έχει και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και άλλοι των Αλεξανδρινών και εκ των σχολαστικών θεολόγων ο Σκώτος ο Εριγένης. Ο Φίλων δέχεται, ότι ο όφις παριστάνει αλληγορικώς την κακήν επιθυμία και ιδίως την διεγερθείσα γεννητήσιο ορμή. Την γνώμη αυτή του Φίλωνος δέχονται και μερικοί των νεωτέρων.
3) Η μυθική. Οι δεχόμενοι αυτή θεωρούν την περί της πτώσεως των πρωτοπλάστων διήγηση της αγίας Γραφής ως προελθούσα εκ της παρά τοις έξω υπαρχούσης και δια της μυθώδους ποιήσεως στρεβλωθείσας διηγήσεως περί τίνος χρυσού αιώνα και απολεσθέντος παραδείσου. Έτσι στην αρχαιότερα εποχή οι Οφίτεςκαι οι Μανιχαίοι και εν τη νεότερη οι ορθολογιστές (Eichhorn, Paulus, Wegscheider, Gesenius, de Wette κλπ.) ως και οι πανθεϊστές φιλόσοφοι (Schelling, Hegel και άλλοι)  οι οποίοι θεωρούν το προπατορικό αμάρτημα ως κάποια πρόοδο του ανθρώπου εκ του ζωώδους ενστίκτου στην ελευθερία και την ελευθέρα λογικότητα.
Ουδεμία δύναται να υπάρχει αμφιβολία ότι η αγία Γραφή θεωρεί την πτώση των πρωτοπλάστων ως ιστορικόν γεγονός. Η αγία Γραφή, δεχόμενη ότι εκ του αγαθού Θεού προέρχεται μόνον το αγαθόν, προσπαθεί να εξηγήσει ιστορικώς την εν τω κόσμω υπάρχουσα αμαρτία και τον θάνατον, οι οποίοι δεν ήταν δυνατόν να προέλθουν εκ του Θεού ως αγαθού, και επομένως θεωρεί την πτώση των πρωτοπλάστων ως ιστορικόν γεγονός που εξηγεί την αμαρτία στον κόσμο και τον θάνατο.
Εκ της γραφικής διηγήσεως περί της πτώσεως των πρωτοπλάστων γίνεται δήλον ότι η αγία Γραφή θεωρεί την αμαρτία ως προϊόν της ελευθερίας του ανθρώπου και επομένως αντιτίθεται προς κάθε σύστημα παράγον το κακό, είτε εκ τίνος αρχής του κακού (ΓνωστικοίΜανιχαίοιΠαυλικιανοί), είτε εκ της περιορισμένης φύσεως του ανθρώπου (ΠανθεϊστέςΘεϊστές), είτε εκ της αισθητικότητας και δηλαδή της σαρκός.
Η αμαρτία παρίσταται στην αγία Γραφή ως παράβαση της δοθείσας εντολής, ως «ἀνομία» (Α΄ Ιωάν. Γ΄,4), επειδή δε την εντολή αυτή έχει θέσει ο Θεός και επομένως εκφαίνει αυτή την θέληση του Θεού, παρίσταται η αμαρτία και ως «παρακοὴ» στην θεία θέληση (Ρωμ. Ε΄,19). Η παρακοή όμως αυτή δεν περιορίζεται σε κάτι το εξωτερικό, ουδέ είναι απλώς εξωτερικό τι, αλλά προέρχεται εκ της εσωτερικής βουλήσεως του ανθρώπου. Έτσι ο άνθρωπος κάνοντας χρήση της δικής του βούλησης θέτει αυτή αντιμέτωπη της βουλήσεως του θεού και έτσι έρχεται σε «ἔχθραν εἰς Θεὸν» (Ρωμ, Θ΄,7. Έξοδ. Κ΄.5). Δια της αμαρτίας λοιπόν διαρρηγνύει ο άνθρωπος την προς τον Θεό κοινωνία, απομακρύνεται του Θεού και στρέφεται προς εαυτό «ζητῶν τὸ ἑαυτοῦ» (Α΄ Κορ. Ι΄, 24). Κατά ταύτα η αμαρτία δεν είναι απλώς παράβαση της εντολής και απείθεια προς την δια της εντολής εκφαινομένη βούληση του Θεού, άλλα και αποστροφή από τον Θεό, πτώση από αυτόν, έχθρα προς αυτόν και στροφή του ανθρώπου προς εαυτό, εγωισμός και φιλαυτία.
Τα αποτελέσματα της προπατορικής αμαρτίας εκλαμβάνονται διαφόρως παρά τις διάφορες εκκλησίες αναλόγως προς την διάφορη εκδοχή από αυτές της αρχεγόνου καταστάσεως του ανθρώπου. Η δυτική εκκλησία δέχεται ότι η προπατορική αμαρτία δεν είναι κάτι θετικό και παντελής διαφθορά της ανθρώπινης φύσεως, αλλά απώλεια της αρχεγόνου δικαιοσύνης, ήτις, κατ’ αυτήν, είναι υπερφυσικό δώρο. Κατά ταύτα δια της προπατορικής αμαρτίας δεν χάνει ο άνθρωπος κάτι ουσιώδες, αλλά αδυνατεί κατά την ηθική φύση, διαφυλάσσοντας την ελευθερία της βουλήσεως και δυνάμενος να εκλέξει μεταξύ του αγαθού και του κακού. Η ενυπάρχουσα επιθυμία δεν είναι καθ’ ευατή αμαρτία, αλλά κάτι αδιάφορο, καθίσταται δε αμαρτία, εφ’ όσον η ελευθέρα βούληση οδηγείται δι’ αυτής στην αμαρτία.
Η διαμαρτυρόμενη εκκλησία δέχεται, ότι δια της προπατορικής αμαρτίας επέρχεται κάποια μεταβολή της φύσεως του ανθρώπου και παντελής αυτού ανικανότητα προς το αγαθόν, εξαλείφεται η εικόνα και η ελευθερία ρέπει μόνον προς το κακό. Εν αντιθέσει προς την δυτική και διαμαρτυρομένη εκκλησία η ανατολική εκκλησία δέχεται ότι και μετά την αμαρτία μένει η εικόνα, επισκοτισμένη όμως και αμαυρωμένη, ο δε άνθρωπος δύναται να πράττει το αγαθό και βοηθούμενος υπό της θείας χάριτος να σωθεί. Κατά ταύτα η διδασκαλία της δυτικής εκκλησίας πλησιάζει προς την διδασκαλία του Πελαγίου, των διαμαρτυρομένων προς την του Αυγουστίνου, την οποία υπερακοντίζει, και η της ανατολικής εκκλησίας προς την του Κασσιανού.
Τα αποτελέσματα της αμαρτίας των προπατόρων μεταδόθηκαν δια της γεννήσεως στους απογόνους, η μεταδιδόμενη δε αυτή αμαρτία, η προπατορική αμαρτία, διακρίνεται της προαιρετικής αμαρτίας, αν και θεωρείται όχι ως ξένη αμαρτία, αλλά ως ιδία εκάστου «12 Διὰ τοῦτο ὥσπερ δι' ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ' ᾧ πάντες ἥμαρτον·» (Ρωμ. Ε΄,12). Προς παράσταση της προπατορικής αμαρτίας μεταχειρίζεται η αγία Γραφή διαφόρους περιγραφικές εκφράσεις και δηλαδή τις ακόλουθες· «ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία» (Ρωμ. Ζ΄,17), «ἡ ἁμαρτία εὐπερίστατος » (Εβρ. Ιβ΄, 1), «ὁ νόμος ἐν τοῖς μέλεσι» (Ρωμ. Ζ, 23), «τὸ κακὸν παράκειμενον» (Ρωμ. Ζ΄,21), «τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας» (Ρωμ. Στ΄, 6), «ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος» (Ρωμ. Στ΄,6. Κολ. Γ΄,9), «ἡ παλαιὰ ζύμη» (Α΄ Κορ. Ε΄, 7), «ἡ σὰρξ» (Ρωμ. Ζ΄,18. Γαλ. Στ΄,16 ε.). Στην προπατορική αμαρτία υπόκειται παν το ανθρώπινο γένος πλην του Ιησού Χριστού κατά το ανθρώπινο, όστις ως υπερφυσικά γεννημένος ήταν απαλλαγμένος του προπατορικού αμαρτήματος. Η γνώμη της δυτικής εκκλησίας περί της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου, περί της απαλλαγής λοιπόν και αυτής από του προπατορικού αμαρτήματος, γνώμη, την οποία ο Πάπας Πίος Θ΄ στις 8 Δεκεμβρίου του 1854 ανακήρυξε ως δόγμα της δυτικής εκκλησίας, δεν δύναται να γίνει αποδεκτή, ως αντικείμενη στην διδασκαλία της αγίας Γραφής και την ομολογία αυτής της Θεοτόκου συγκαταλεγούσης εαυτήν μεταξύ των εχόντων ανάγκη λυτρωτού «46 Καὶ εἶπε Μαριάμ· Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον 47 καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου» (Λουκ. Α΄, 46-48).
Βλέπε και σελίδα Βίβλος,  «η Πρώτη Ειδωλολατρία».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...