ΜΗΝΥΜΑ

ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΝΑ ΜΗΝ ΑΦΗΝΕΤΕ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ...ΚΑΠΑΚΩΝΕΙ..ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΑΔΕΙΑΖΕΤΕ ΤΑ.....ΒΑΡΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΣΑΣ!ΚΑΙΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΕΣΑ ΜΑΣ!ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣΤΕ!!!!....
JellyMuffin.com

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑ ;;



ΑΜΑΡΤΙΑ




ΑΜΑΡΤΙΑ <> ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ


ΠΡΟΣΟΧΗ!: Κατά Ματθαίον, Κεφ Ιβ΄ «31 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πᾶσα ἁμαρτία καὶ βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δὲ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις·»
Πολλοί αθεϊστές στην Δύση τελούν υπό πλήρη θεολογική σύγχυση, διατεινόμενοι πως θανάσιμες αμαρτίες, και δηλαδή αμαρτίες που δεν συγχωρούνται, οδηγούν στην καταδίκη του ανθρώπου και δηλαδή στη μη σωτηρία του. Αυτές οι απόψεις απέχουν μακρά από το Ορθό Δόγμα περί Χριστού. Διότι η ασυγχωρησία της αμαρτίας δεν σημαίνει και καταδίκη του αμαρτωλού. Ούτε όλοι όσοι πεθαίνουν έχουν εξομολογηθεί όλες τους τις αμαρτίες ζητώντας άφεση τους, ούτε υπάρχει άνθρωπος αναμάρτητος: Κατά Ιωάννη, Κεφ. Η΄«46 τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;»
«Οι βαρύτερες αμαρτίες ονομάσθηκαν θανάσιμες, όχι διότι άπαξ γινόμενες οδηγούν ασφαλώς στο πνευματικό θάνατον άνευ ελπίδος σωτηρίας, άλλα διότι η έμμονη σε αυτές, εφ’ όσον ο δράστης δεν μετανοεί ειλικρινά και εμπράκτως, επιφέρει τον θάνατο.» (Πηγή: Μπαλάνος Δ.Σ., Καθηγητής της Πατρολογίας μετά της Ερμηνείας των Πατέρων στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος Δ΄, σελίδα 172)



Αμαρτάνω, αόρ. ἥμαρτον (αρχ.) και αμάρτησα (νέα)· αποτυγχάνω, αστοχώ, δεν επιτυγχάνω την βολή μου· || καθόλου, αποτυγχάνω, πλανώμαι, σφάλλω, κάνω λάθος: «σμαρτάνω ες τις σχέψεις μου, -στους υπολογισμούς μου, -στις προβλέψεις μου· || ειδικότερα επί Θρησκευτικής εννοίας, επί παραπτώματος ηθικού: «αμαρτάνεις λέγοντας αυτά»· φρ. «ήμαρτον, θεέ μου!», λεγομένη από κάποιον, όταν υπό αγανακτήσεως κατεχόμενος παρασύρεται και εκστομίζει βλάσφημο λόγο· παροιμ. «όποιος δεν γεννήθηκε, δεν αμάρτησε», έχει την αρχή εκ της Ιουστίνου γραφικής ρήσεως «οὐδεὶς γεννηθείς, οὐχ ἥμαρτεν», πβλ. επίσης το της Παλαιάς Διαθήκης «οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὃς οὐχ ἁμαρτήσεται». || Το ουδ. της παθ. μετχ. τα αμαρτημένα, όσα δεν έπρεπε να γίνουν, τα σφάλματα, errata.
Πηγή: Β.Φ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος Δ΄, σελίδα 172

Αμάρτημα (το). σφάλμα, πταίσμα, πλημμέλημα, λάθος· || παράπτωμα, αμαρτία, παράβαση νόμου θρησκευτικού, κοινωνικού, πολιτικού· || αμάρτημα προπατορικό· βλ. αμαρτία [Θρησκ.].

Αμαρτία (η)σφάλμα, παράπτωμα, άλλως αμάρτημα· || κοινώς, παράβαση θρησκευτικού κανόνα ή παραδόσεως. Παροιμ. «ἁμαρτία ἐξωμολογημένη, ἁμαρτία συχωρεμένη», ότι παρέχεται άφεση και συγγνώμη στον ομολογούντα το εαυτού αμάρτημα· «ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα», ότι τα τέκνα και οι έκγονοι δίδουν δίκη των αμαρτημάτων των γονέων· «ἁμαρτίες Κολοκοτρωναίικες» επί μεγάλων ατυχημάτων επερχομένου τρόπον τινά προς εξιλασμό παλαιοτέρων αμαρτιών. || «Παλιὰ ἁμαρτία», επί ανθρώπου που γέρασε με κακίες.
Πηγή: Βάφς Φ., Συντάκτης του «Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος Δ΄, σελίδα 172

Αμαρτήματα Θανάσιμα. Ήδη στη Α΄ επιστολή Ιωάννου, Κεφ. Ε΄ «16 Ἐάν τις ἴδῃ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν μὴ πρὸς θάνατον, αἰτήσει, καὶ δώσει αὐτῷ ζωήν, τοῖς ἁμαρτάνουσι μὴ πρὸς θάνατον. ἔστιν ἁμαρτία πρὸς θάνατον· οὐ περὶ ἐκείνης λέγω ἵνα ἐρωτήσῃ. 17 πᾶσα ἀδικία ἁμαρτία ἐστί· καὶ ἔστιν ἁμαρτία οὐ πρὸς θάνατον», γίνεται διάκριση αμαρτίας προς θάνατον και όχι προς θάνατο. Καίτοι δηλ. πάσα αμαρτία ως παράβαση του θείου νόμου είναι κάτι κακό, υπάρχει διάκριση μεταξύ βαρύτερων και ελαφρότερων παραβάσεων και συνεπώς βαρύτερων και ελαφρότερων αμαρτιών. Οι βαρύτερες αμαρτίες ονομάσθηκαν θανάσιμες, όχι διότι άπαξ γινόμενες οδηγούν ασφαλώς στο πνευματικό θάνατον άνευ ελπίδος σωτηρίας, άλλα διότι η έμμονη σε αυτές, εφ’ όσον ο δράστης δεν μετανοεί ειλικρινά και εμπράκτως, επιφέρει τον θάνατο.
Μεταξύ θανάσιμων και μη αμαρτημάτων ουδεμία υπήρχε σαφής και καθορισμένη διάκριση. Ήδη στον Ποιμένα του Ερμά γίνεται διάκριση μεταξύ τεσσάρων «δυνατοτέρων» αμαρτιών (ἀπιστίαἀκρασίαἀπείθειαἀπάτη) και οκτώ «ἀκολούθων» αυτών (λύπηπονηρίαἀσέλγειαὀξυχολίαψεῦδος,ἀφροσύνηκαταλαλιάμῖσος). Η διάκριση όμως αυτή δεν αντιστοιχεί προς τις θανάσιμες και μη αμαρτίες, αλλά σημαίνει απλώς ότι οι δεύτερες προκύπτουν εκ των πρώτων· περί πασών, άλλωστε, των τε δυνατότερων και των ακολούθων, λέγει ο Ερμάς, ότι αποκλείουν την είσοδο στην βασιλεία του Θεού. Ο Τερτυλλιανόςχαρακτήριζε ως θανάσιμο αμάρτημα παν αμάρτημα προς τον Θεό και τον ναό αυτού («delicta in Deum et in templum ejus», de pudicita 21,2) και τέτοιο θεωρούσε την ειδωλολατρία, βλασφημία, φόνο, μοιχεία, πορνεία, ψευδομαρτυρία, απάτη (adv. Marcionem 4, 9). Ο Αυγουστίνος χαρακτήριζε ως θανάσιμο αμάρτημα πάσα πράξη προσκρούουσα στον δεκάλογο (sermo 351,4).
Το πρώτον υπό των Ελλήνων ασκητικών συγγραφέων διαμορφώθηκε η σταθερά διδασκαλία «περὶ τῶν ὀκτὼ λογισμῶν», ως λέγονταν τα θανάσιμα αμαρτήματα. Ούτως ο Ευάγριος Ποντικός, κατά τα τέλη του Δ΄ αιώνα, στο διασωθέντα λείψανο του αντιρρητικού του, πραγματεύεται «περὶ τῶν ὀκτὼ λογισμῶν, πρός Ἀνατόλιον» (Migne Ελ. Πατρ. 40, 1272-7)· ως Θανάσιμα αμαρτήματα χαρακτηρίζει ο Ευάγριος την γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, λύπη, οργή, ακηδία, κενοδοξία, υπερηφάνεια. Και το μεν να παρενοχλείται η ψυχή μας υπό των πονηρών τούτων λογισμών χαρακτηρίζει ο Ευάγριος ως μη εξαρτώμενο εξ ημών («τῶν οὐκ ἐφ’ ἡμῖν ἐστιν»), αλλά το να καταντούν αυτά πάθη και να χρονίζουν «τῶν ἐφ’ ἡμῖν ἐστιν» (40,1272). Και ο Νείλος (†430) στη πραγματεία του «περί τῶν ὀκτὼ πνευμάτων τῆς πονηρίας» (Migne  Ελ. Πατρ. 79, 1145-1165) ονομάζει ως Θανάσιμα αμαρτήματα όσα και ο Ευάγριος. Ο Κασσιανός (†435) μετέφερε την Θεωρία αυτή στη Δύση (de institutis coenobiorum 5,1: octo principalia vitia), ένθα υπό την επίδρασην της ιερότητας του αριθμού επτά, από του Γρηγορίου του μεγάλου, ορίζονταν επτά θανάσιμα αμαρτήματα, ήτοι υπερηφάνεια, φιλαργυρία, πορνεία, οργή, γαστριμαργία, φόνος και ακηδία. Υπό την δυτική δε επίδραση καθιερώθηκε και στην Ανατολή ο αριθμός επτά. Το περίεργο όμως είναι ότι εκ των θανάσιμων τούτων αμαρτημάτων λείπει εκείνο, όπερ κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζει η Γραφή ως Θανάσιμο αμάρτημα, την βλασφημία κατά του αγίου Πνεύματος (Ματθαίος, Κεφ. Ιβ΄ «31 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πᾶσα ἁμαρτία καὶ βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δὲ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις·» κ.α.), και την έλλειψη ταύτη εζήτησε να αναπληρώσει ο Λούθηρος και η κατ’ αυτού θεολογία, η οποία προέταξε των θανάσιμων αμαρτημάτων την απιστία, ως ρίζα πάντων των άλλων («capitale vitium et omnium reliquorum originem», κατά Gernard).
Μέγα ζήτημα γέρθηκε στην αρχαία Εκκλησία αν τα θανάσιμα αμαρτήματα δύνανται να συγχωρηθούν από την Εκκλησίας ή όχι. Πολλοί φρονούν ότι μόνον ο Θεός δύναται να συγχωρήσει αυτά και εκάκιζαν την Εκκλησία, διότι παρείχε μετάνοια εις τους βαριά αμαρτάνοντες, εκ του λόγου δε τούτου κυρίως προέκυψαν τα τόσον ταράξαντα την αρχαία Εκκλησία σχίσματα των Μοντανιστών, Νοουατιανών κλπ. Και ικανοί δε των εκκλησιαστικών συγγραφέων είχαν την γνώμη αυτή, ως οΤερτυλλιανός και ο Ιππόλυτος, ο οποίος κατηγορεί τον, σύμφωνα με το αληθινό χριστιανικό πνεύμα, αποδεχόμενο την συγγνώμη των βαριά αμαρτανόντων πάπα Κάλλιστο, ότι «πρῶτος τὰ πρὸς τὰς ἡδονᾶς τοῖς ἀνθρώποις συγχωρεῖν ἐπενόησε» (Φιλοσοφ. 9,12 παρά Migne Ελ. Πατρ.16.3386).
Πηγή: Μπαλάνος Δ.Σ., Καθηγητής της Πατρολογίας μετά της Ερμηνείας των Πατέρων στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος Δ΄, σελίδα 172

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...